Αρχικά θα πρέπει ίσως να εξηγήσω την μακρόχρονη απουσία μου, θα το κάνω κάποια στιγμή. Λίγο πιο μετά. Δεν ήταν σίγουρα η έλλειψη έμπνευσης. Ούτε χαμόγελων, ούτε αστείων περιστατικών στη ζωή μου. Και ούτε για μια στιγμή δε σταμάτησα να ψάχνω τι θετική πλευρά, ακόμα και στα κάπως δύσκολα. Οκ, έπαθα κάτι στομαχικές και κάτι άλλες αγχώδεις διαταραχές στο ενδιάμεσο, αλλά ψιλοπράγματα. Το σημαντικό είναι ότι είμαστε άπαντες καλά. Κι αποφάσισα να γυρίσω. Ελπίζω για πολύ!
Γιατί συμβαίνουν συνέχεια πράγματα, καθημερινές ιστορίες, μικρές στιγμές χαράς, άλλες θυμού κι έντασης, κι εκείνες της θλίψης. Κι αν δεν ψάξουμε να βρούμε την αστεία, την πιο ανάλαφρη πλευρά, ειδικά αυτών των τελευταίων, θα μας παρασύρουν σε μονοπάτια που καθόλου δε μου αρέσουν.
Έχω εντωμεταξύ, βρεθεί σε άλλους τόπους, μαζί με το έτερον μου ήμισυ, με τα δυο μας παιδιά (9 και 7 ετών πια), και με τους γονείς μου (αυτό κι αν είναι τεράστιο κεφάλαιο 😉). Σπίτι διπλοκατοικία, αυλές, δέντρα, ξύλα, ταράτσες, λινάτσες, λιόπανα, φύλλα, γλάστρες, ποδήλατα, λάστιχα, πατίνια, θάλασσες, ούζα, αξίνες, όλα μαζί, τι να σας λέω! Ποίημα!
Τέλος πάντων, άλλαξαν τα παιδιά σχολείο, αλλάξαμε κι εμείς συνήθειες, πάει τώρα 1,5 χρόνος, έχουμε πια προσαρμοστεί. Νομίζω.
Δειλά, δειλά, γιατί, όπως λέει και η κόρη μας που πάει Α' Δημοτικού, μας έχουν πνίξει οι εργασίες και δεν προλαβαίνουμε, γνωρίζουμε νέο κόσμο. Είναι κάπως επιφυλακτικοί απέναντι μας. "Ήρθαν οι ξένοι! Ποιοι είναι αυτοί; Θα μας αλλοιώσουν, θα μας καταστρέψουν, οι ξένοι!" Και ενώ μας χαιρετάνε με χαμόγελο, νιώθω όταν τους προσπερνώ να σταυροκοπιούνται πίσω μου. Τσακ, γυρίζω απότομα και ξεσκονίζουν τα πέτα 😀
Εντάξει, μην είμαι άδικη. Δεν είναι όλοι έτσι. Είναι κι εκείνοι που μας έχουν ανοίξει τα σπίτια τους, τους εκτιμούμε, και τους ευχαριστούμε. Τους ανοίξαμε κι εμείς με χαρά το δικό μας. Με τους άλλους βέβαια, τους επιφυλακτικούς, επιτρέπεται να κάνω λίγη, να τόση δα πλακίτσα 😉
Αρχικά, να διευκρινίσω ότι ξένη δεν είμαι. Πάππου προς πάππου καταγόμαστε από τούτο εδώ τον τόπο, στο σπίτι του παππού μετακομίσαμε, χτισμένο από τον ίδιο το 1936 (φρεσκαδούρα και το σπίτι σαν εμένα!), εδώ περνούσα τα καλοκαίρια και τα πάσχατα. Αλλά, ο πατέρας μου, ο κοσμογυρισμένος, πήγε κι έζησε και έφτιαξε οικογένεια ίσα με 180 χλμ. μακριά! Ε, με το δίκιο τους να είναι επιφυλακτικοί μαζί μας.
Και να πούμε και του στραβού το δίκιο, τους δίνουμε κι εμείς αφορμές. Μια Κυριακή στην εκκλησία του χωριού δεν έχουμε πάει, ούτε καθόμαστε στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι να χαιρετάμε όποιον περνάει. Δεν το συζητώ για την άλλη φορά που πήγαμε εκδρομή σε ναό άλλης θρησκείας, ανέβασα κάπου μια φωτογραφία από την εκδρομή, και άρχισε να διαδίδεται η φήμη πώς είμαστε αλλόθρησκοι. Και ξένοι και αλλόθρησκοι. "Τα ήθελες κυρά μου!"
Τα ήθελα, δεν τα ήθελα; Αφού πήραμε παιδιά, καναπέδες, οδοντόβουρτσες και τενεκέδες και τσουπ ήρθαμε! Ποιον ρωτήσαμε, ε;
Με εκείνα και με τούτα γνωρίζουμε νέους ανθρώπους, ζούμε μεγάλες στιγμές, έχουμε τη θάλασσα στα πόδια μας, και τρώμε πορτοκάλια απευθείας από τα δέντρα. Είναι κι οι καχύποπτοι που ζουν ανάμεσά μας, αλλά πώς αλλιώς θα είχε γεύση η ζωή; Με τις υγείες μας!
Καλέ δε λέω για τον Σεπτέμβρη που θα μας έρθει, πού να ξέρω από τώρα τι θα γίνει η γυναίκα, τον προηγούμενο θυμήθηκα εχθές στον ύπνο μου κι είδα εφιάλτη. Τι τα θέλω και τα θυμάμαι θα μου πεις, ε αυτά με θέλουν και με θυμούνται. Αλλά δε μου τη χαλάνε τη ζαχαρένια μου, άι σιχτίρ!
Ήταν 8 Αυγούστου (στο περίπου), παραθερίζαμε στο νησί, κι ήμουν αραχτή (λέμε τώρα, όσο αραχτή μπορεί να είναι μάνα με 1,5 και 3 χρονών παιδιά) σε έναν υπαίθριο παιδότοπο (κατάλαβες δηλαδή διασκέδαση, αχ πού είναι εποχές που δεν σήκωνα τον απ' αυτό μου όλη μέρα από τα τρέντι τα μπητς τα μπαρς;) κι έπινα πίνα πορτοκαλάντα (γιατί τα καμάρια μου πάντα θέλουν χυμό, αλλά ποτέ δεν τον τελειώνουν, 5 ευρώ κόστιζε ο άτιμος!). Τα παιδιά μας μαλλιοτραβιόντουσαν έπαιζαν με κάτι άλλα σκασμένα καλά παιδάκια εντός της περίφραξης (ούτε που τα ξέραμε, όσο η αυλόπορτα παρέμενε κλειστή καλά ήταν, δεν παθαίνουν τίποτα), εγώ είχα καθίσει πλάτη για να μη βλέπω και τα λέγαμε με τον καλό μου, ενώ περιμέναμε κάποιους φίλους μας (με παιδί, εμείς που κάποτε μαζευόμασταν 15 άτομα στο νησί κι αδειάζαμε κανάτες βότκα καρπούζι πριν βγούμε για να πιούμε!).
Ο μεγάλος κάθε τόσο ερχόταν κλαίγοντας γιατί του πείραζαν την αδελφή (έτσι θα είναι η ζωή από εδώ και πέρα μάνα μου, πάρε το απόφαση), κι η μικρή έκανε τσαμπουκά σε όποιον της ύψωνε το ανάστημά του (που δηλαδή όλοι τις έριχναν 20 πόντους για πλάκα, αλλά δε μασάει αυτή!).
Κι έτσι χαλαρή (!!!) καθώς ήμουν με βρήκε εκείνο το τηλέφωνο και πολύ με τάραξε θυμούμαι. "Ντριν", "θα είναι τα παιδιά (ετών 40 κι αυτά) να μας πουν ότι δε βρίσκουν να παρκάρουν" (χαμός γινότανε!), σκέφτομαι. Κοιτάω το κινητό, η σπιτονοικοκυρά (η πρώην τώρα δηλαδή), "Α, θα θέλει να μου ευχηθεί για τη γιορτή μου" (που ήταν μόλις πριν από 2 εβδομάδες και με ξέχασε), σκέφτομαι.
- Ομιλείτε περικαλώ, λουόμενη εδώ!
- Γεια σας, τι κάνουτε;
- Καλά, εδώ στο νησί, εσείς;
- Κι εμείς καλά, ευχαριστώ, πάμε για κανένα μπάνιο με τα κορίτσια. (αυτά είναι πραγματικά κορίτσια, τις εγγονές της εννοεί)
- Α, μπράβο, μπράβο! Κι εμείς εδώ μπάνια, παιδιά, χοχτέιλς, καταλαβαίνουτε (ακόμα δεν μου έχει πει χρόνια πολλά, να ανησυχώ;, δεν πρόλαβα να το καλο-σκεφτώ κι μου το έσκασε το παραμύθι)

- ...(δυσκολεύεται να το πει και καλά) Ξέρεις (γκλουκ, ξεροκαταπίνει και καλά) τα παιδιά θέλουν το σπίτι (γκλουκ, και καλά). (όχι οι εγγονές της, οι γονείς τους ντε!)
- ... (χάνω τα λόγια μου κυριολεκτικά, πράγμα που σπάνια μου συμβαίνει, καταλαβαίνετε σε τι κατάσταση περιήλθα!)
- Ξέρουτε πόσο ευχαριστημένοι είμαστε από εσάς, δεν το ξέρουτε;, παράπονο δεν έχουμε κανένα, αλλά ... για να μας αδειάζουτε τη γωνιά σιγά-σιγά. (αυτό το τελευταίο μάλλον κάπως αλλιώς το είπε, αλλά εγώ έτσι το άκουσα)
- Εμ, (γκλουκ, αληθινό, έχει κολλήσει ο καταπιώνας μου) ξέρετε, είμαστε διακοπές στο νησί. (αυτό σκέφτηκα να πω, εντωμεταξύ είχα γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα, πάντα κάνει πολύ ζέστη στο ρημάδι το νησί!)
- Μα ναι, φυσικά το ξέρω! (σκέψου να μην το ήξερε, φτου!) Δεν περιμένω να κάνετε κάτι τώρα, αλλά ήθελα να σας ενημερώσω για να
σας τις χαλάσω, καλό ναι; το σκέφτεστε εντωμεταξύ και να όταν επιστρέψετε να ...
- Πόσο χρόνο έχουμε; (την διακόπτω)
- Ε, δε σας βάζω και το μαχαίρι στο λαιμό, πάρτε τον χρόνο σας, ξέρουτε πόσο ευχαριστημένοι είμαστε από εσας, παράπονο δεν έχουμε κανένα! (φορ σουρ!) ... Αλλά
μην το παρα-ξηλώσετε κιόλας πιστεύω 2 μήνες είναι υπερ-αρκετοί για να ξεκουμπιστείτε από εκεί μέσα. (κι αυτό κάπως αλλιώς το είπε, αλλά αυτό είναι το ζουμί)
- Μάλιστα.
- Τι μάλιστα.
- Μάλιστα κατάλαβα (#@%$ το σου)!
- Μην σε κρατάω άλλο, να συνεχίσεις τις διακοπές σου. (τώρα τι να απαντήσω η γυναίκα;, όχι σας προκαλώ!)
- Με τις υγείες μου!
- Ορίστε;
- Γεια σας λέω, χάρηκα που σας άκουσα, καλό 15/Αύγουστο, να μας παίρνετε να τα λέμε, χαιρετισμούς στον αγαπητό σας σύζυγο και στα παιδιά, να τους χαίρεστε, α τουτ α λερ, ο ρεβουάρ, φεύγω και πάω στο Αυγατηγανηστάν!
-... (μπιιιπ)
Άσπρη σαν πανί επιστρέφω στο τραπέζι. Το ένα παιδί κλαίει (πολύ ευαίσθητος ο γιος, τι να σας λέω) και το παρηγορεί ο καλός μου, το άλλο ακόμα μαλλιοτραβιέται (μας βγήκε ζόρικη η κόρη, πολύ!).
- Τι έπαθες;
- Στο τηλέφωνο ήταν η κυριά απαυτούλα μας.
- Ναι;
- Και μου είπε να φύγουμε από το σπίτι!
- (ο μικρός σταματάει να κλαίει) Και το δωμάτιό μου; Ποιος θα μένει στο δωμάτιο μου; Δε θέλω να φύγουμε, δε θέλω να μείνει άλλος στο δωμάτιό μου! (και βάζει πιο γοερά κλάματα)
- (προσπαθώ να συγκρατήσω τα δικά μου) Θα βρούμε πιο ωραίο σπίτι βρε κουτό, σιγά στο πράγμα, με αυλή για να παίζετε, και άλλες ζωγραφιές στον τοίχο, δεν τις βαρέθηκες αυτές που έχουμε; (2 ολόκληρα χρόνια, από τα οποία θυμάσαι μόνο το 1;) Δεν είναι κάτι για να μας στεναχωρεί αυτό! (μόνο που μόλις τελείωσε η άδεια ανατροφής, ξεκινάω δουλειά, έχω να βρω σπίτι, να το καθαρίσω, να πακετάρω 100 τετραγωνικά, να πληρώσω μεταφορική, να τα ξεπακετάρω και να τα στήσω, απλά πράγματα, πώς κάνεις έτσι;)
Τέλος πάντων, ηρέμησε ο πιτσιρίκος, πήγε να παίξει με κάτι τουβλάκια, ήρθαν κι οι φίλοι μας, την ήπια (η καρδιά μου ξέρει πώς!) την πίνα πορτοκαλάντα μου (που αν δεν είχα μαζί μου τα παιδιά θα είχα παραγγείλει επιτόπου ένα μπουκάλι τεκίλα μαζί με ολόκληρο το κουτί το κάλας), κι όταν με το καλό γυρίσαμε το βράδυ στο σπίτι έπεσα με τα μούτρα να κοιτάω στο ιντερνέτ διαθέσιμα τεσσάρια. Υπήρχαν μωρέ, και μάλιστα πιο φτηνά από αυτό που μέναμε, αι σιχτίρ που θα χαλάω εγώ τη ζαχαρένια μου και τις διακοπές μου για ένα σπίτι, πώς έκανα έτσι τέλος πάντων; (μα για μια στιγμή έχασα τον εαυτό μου!), το έκλεισα το ρημάδι και κοιμήθηκα ατάραχη.
Σε 20 μέρες, οπότε κι επιστρέψαμε από το νησί (ναι, είμαστε προνομιούχοι και κάνουμε διακοπές 1 μήνα, όποιος επιθυμεί παίζει και φιλοξενία), θυμήθηκα εκείνο το τηλεφώνημα. Αλλά αυτό πάλι είναι μια άλλη ιστορία, πιο αστεία αυτή τη φορά!
(συνεχίζεται)
υ.γ. Αφιερωμένο στις απανταχού κυρίες απαυτούλες μας, με τις υγείες μας!
"Άντε στο καλό μου", σκέφτομαι εντελώς αυθόρμητα μια μέρα, "πρέπει να κάνω κάτι για τον εαυτό μου! Όλα να τα δίνω για τους άλλους, εμένα να μη με νοιάζομαι καθόλου;", κλασσικές γυναικείες ανυσηχίες δηλαδή, που αν έκανα έτσι και έπινα έναν καπουτσίνο αμέσως θα μου περνάγανε, αλλά τέλος πάντων. "Πονάει ο αυχένας μου, πονάει η μέση μου, πονάει ο γοφός μου, πονάει ο από αυτός μου, πώς κατάντησα έτσι;" Κι εκεί που έβαζα voltaren πριν να ξαπλώσω για τον 5/ωρο βραδινό μου ύπνο μού έρχεται μια επιφοίτηση να πάω Pilates. Έχει παρενέργειες η voltaren; Ή σάμπως να φταίει εκείνο το άρθρο που διάβαζα τις προάλλες στο ανυπερβλήτου κύρους περιδικό Yia!;
Μια και δυό το παίρνω απόφαση, "το και το" λέω στον καλό μου, "να πας μπας και ισιώσεις" μου λέει αυτός, βάζουμε κάτω τα ωράρια, τα κανονίζουμε, 2 φορές την εβδομάδα επί 1 ώρα τη φορά, έκλεισε.
Ήρθε εκείνη η αποφράδα μέρα, ξέθαψα μια ξεθωριασμένη φόρμα από αρχαιοτάτων χρόνων που με στένευε τελικά αλλά κομμάτια να γίνει, έβαλα κι ένα t-shirt παλιό του καλού μου να με κόβει, ξεθωρασμένο κι αυτό, και πήγα. Η αίθουσα κατάμεστη, εκτός από μια νεαρά όλες οι υπόλοιπες μου έριχναν 10-20 χρονάκια, γέλασα από μέσα μου, εκδρομή, ποσό δύσκολο να είναι; Φορούσαν βέβαια όλες οι κιουρίες τα κολάν με τις διαφάνειές τους, τα χρώματά τους, τα αθλητικά μπουστάκια τους, είχαν και πεντικιούρ στα γυμνά τους δαχτυλάκια. Εννοείται ότι δεν έβγαλα ποτέ τις κάλτσες!
Στριμώχτηκα σε μια πίσω γωνία, όχι ότι είχε διαφορά, παντού γύρω υπήρχαν καθρέφτες, την παλιατζούρα μου και τους γλουτούς μου μέσα, σιλφίδες όλες οι κιουριές! "Μα είμαστε τώρα για να κάνουμε έξοδα για μοδάτο εξοπλισμό Pilates;" Θα μου την έλεγε ο καλός μου και με το δίκιο του. Τέλος πάντων, κάτι θα βρω, από κάπου θα το ξεθαψω, μπορεί να μου έρχεται, θα πω στην μάνα μου να το μεταποιήσει. Οι γλουτοί μπορούν προς το παρόν να περιμένουν.
Απλώσανε τα στρώματα, έβλεπα, έκανα τα ίδια, πετσετούλα, λάστιχα, μπουκαλάκι με νερό, δεν τα είχα εγώ αυτά, καλά δε θα μου βάζανε και βαθμό, νόμιζα!, άπλωσα το κορμί μου το φιδίσιο φαρδύ-πλατύ, έτοιμη η δικιά σου. Και μέχρι να αρχίσουμε, δεν ήξερα και κάποιον να μιλάω, μου ήρθε να πάρω έναν υπνάκο που πολύ μου έλειπε. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε η δασκάλα, σάμπως να ήταν εξωτικό, ή έστω είχε σώμα δίχως κόκαλα, ξεροκατάπια προληπτικά.

"Θα έχεις πάντα την κοιλιά σου ρουφηγμένη, προς τα μέσα όταν αναπνέεις, προς τα μέσα κι όταν ασθμαίνεις, να μην φουσκώνει η κοιλιά, να μην φουσκώνουν τα πλευρά, αλλά να θυμάσαι να παίρνεις φυσιολογικά αέρα, μην και μας μείνεις, η πλάτη να είναι πάντα ίσια, απαγορεύεται ρητά η καμπούρα, εκτός αν σας λέω αλλιώς, τα χέρια σφιχτά, τα πόδια τεντωμένα, ωπ φούσκωσες την κοιλιά, μέσα όταν βάζεις αέρα, πιο μέσα όταν βγάζεις αέρα, η μέση να εφάπτεται στο στρώμα, εμπρός μαρς φύγαμε ολοταχώς". Ήδη είχα ένα βουητό στα αυτιά, είχα προφανώς ζαλιστεί, ήρθα να γυμναστώ ή να κάψω φλάντζα; Μέχρι να τα σκεφτώ όλα αυτά είχα χάσει θερμίδες, όχι να πρέπει να κάνω κι ασκήσεις ταυτόχρονα, ή είναι μόνο εγκεφαλικό το άθλημα, γιατί τότε είμαι στο στοιχείο μου, αλλά η καμπούρα και το αυχενικό φεύγουν με τον διαλογισμό;
Πέφτω τ' ανάσκελα, ρουφιέμαι, αλλά και πάλι η κοιλιά πετάγεται, θα δείτε που θα μου την πει, τεντώνομαι, αλλά και πάλι σκευρωμένη είμαι, εδώ θα αφήσω τα κοκαλάκια μου σας το υπογράφω! "Πάρτε βαθιά ανάσα, βγάλτε αέρα και σηκώστε το κεφάλι, κοιτάτε τον αφαλό, μέσα η κοιλιά, στο στρώμα η μέση, ψηλά τα πόδια, τεντωμένα, πλάι τα χέρια, δυνατά, αναπνέετε φυσιολογικά, πάμε 120 κοιλιακούς για ζεσταμα". Για ζέσταμα; Θεός φυλάξοι! Μας φέρνει και κάτι μπάλες ίσα με την πλατεία Ομονοίας να τις κρατάμε με τα πόδια μας. Μωρ' είναι με τα καλά της; Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι, κάνω δυο, βογγάω τέσσερις, ξεφυσάω, ρουφιέμαι, τεντώνομαι, διπλώνομαι, βογγάω ξανά. Οι κιουρίες ατσαλάκωτες, τα πάνε περίφημα, κάνουν και κουβεντούλα μεταξύ τους, εκδρομή για αυτές, για εμένα ρεσιτάλ πόνου πανταχόθεν.
Αναθεωρώ. Βρε σάμπως αν την κοιμόμουν αυτήν την ώρα δις εβδομαδιαίως να έβλεπα πιο
εύκολα άμεσα αποτελέσματα στο αυχενικό μου; Λέω τώρα εγώ... Έχω και πιτζάμες καινούριες που μου τις έφερε η θεια-Μαρίτσα δώρο πρόπερσι τα Χριστούγεννα, μόνο 5 κιλά έχω βάλει από τότε, θα μου έρχονται σίγουρα! Ει, και τα πολλά-πολλά περιοδικά κομμένα, ακούτε που σας λέω, μπουσουλώντας έφυγα από εκεί μέσα, κάτι παραπάνω θα ξέρω η Pilatοκαμένη!
Η κοπέλα τον αγαπούσε, το παλικάρι την αγαπούσε, της έκανε πρόταση γάμου, είπε με ενθουσιασμό "ναι", γέλασαν πολύ, θα έμεναν μαζί σε ένα όμορφο μέρος εκτός Ελλάδας, νέο ξεκίνημα, ο ένας με τον άλλο, ο ένας για τον άλλο.
Το παλικάρι ήταν από ένα ορεινό χωριό, οι δικοί του ήταν κτηνοτρόφοι, από εκείνους τους ανθρώπους που μιλάνε πολύ, που κουνούν τα χέρια τους πολύ, που κάνουν μεγάλα τραπέζια, που γελάνε τρανταχτά, που αγκαλιάζουν, που προσβάλουν, που μιλούν πολύ με τους γείτονες, που μιλούν πολύ για τους γείτονες, που δε δέχονται μύγα στο σπαθί τους, που δε διανοούνται να μιλάνε για εκείνους οι γείτονες ... αρνητικά.
Η κοπέλα ήταν βέρα πρωτευουσιάνα, από εκείνες τις περιπτώσεις που λένε ότι την Κυριακή θα πάνε βόλτα στο χωριό και εννοούν ότι θα πιουν κοκτέιλ στο Κολωνάκι, οι δικοί της ήταν από εκείνους που μιλάνε χαμηλόφωνα, που μιλάνε λίγο, που κάνουν ευγενικές χειραψίες, που ταξίδεψαν πολύ στα νιάτα τους, πολιτικοποιημένοι, διοργανώνουν ήσυχες φιλοσοφικές βραδιές, έχουν ένα ζευγάρι που κάνουν παρέα, δεν είχαν τραπέζι, δε μιλούν για τους γείτονες, δε διανοούνται να μιλάνε για εκείνους οι γείτονες γιατί ... δεν έχουν ιδέα ποιοι είναι.
Η κοπέλα και το παλικάρι ένωσαν τους διαφορετικούς τους κόσμους σε μια σχέση τρυφερή. Πού γνωρίστηκαν; Τι σημασία έχει; Από κοινή παρέα ίσως, μπορεί από το Πανεπιστήμιο, δημιούργησαν όμως κάτι πολύ όμορφο μαζί.
Μετά την πρόταση η κοπέλα έπρεπε να γνωρίσει τους δικούς του, το παλικάρι έπρεπε να γνωρίσει τους δικούς της.
Πήγαν για ΣΚ στο χωριό. Συνέπεσε με την κηδεία του πατέρα του νονού του παλικαριού, μεγάλη τύχη, θα την έκαναν επίδειξη σε όλους στο χωριό!
- Ποια είναι τούτη;
- Α, δεν τα έμαθες; Η νύφη του Φητσοδασκαλάκη!
- Μωρ' τι μου λες; Καλή μοιάζει του λόγου της, ήσυχη κοπέλα!
- Αυτές τις σιγανοπαπαδιές να τις φοβάσαι, σε μια κόλα χαρτί το έχει τυλίξει το παλικάρι, δείχνει από την αρχή το πράμα!
- Ψηλή η νύφη του Μανούσου. Από πού είναι, α;
- Πρωτευουσιάνα, δεν την εβλέπεις την ψηλομύτα; Ήρθαν οι ξένες να μας πάρουν τα καλά τα παλικάρια.
- Έλα εδώ συ!
- ...
- Ναι, εσύ! Ξέρεις ποια είμαι εγώ; Η θεια-Μαριγώ, του Σήφη του Μανουσογιαννάκη η γυναίκα, εμένα που με βλέπεις είμαι ανιψιά της γιαγιάς του παλικαριού, Αριστέα την ελέγανε, πόθανε πρόπερσι, είχε χρόνια άσθμα η κακομοίρα, τον έχω αναστήσει εγώ τούτον εδώ.
- Χαίρω πολύ...
- Τι χαίρεις μωρή, έλα εδώ να σε φιλήσω! (Με τρία δόντια η θεια-Μαριγώ, μουστάκι-γένια κομπλέ, έδωσε στην κοπέλα ένα μεγάλο ηχηρό υγρό φιλί, η θεία-Μαριγώ πολύ το ευχαριστήθηκε, η κοπέλα έχει να το λέει)
- ...
- Να σου πω, ξέρεις μωρή να μαγερεύεις ή είσαι καμιά ανεπρόκοπη;
- Ξέρω...
- Ξεράδια, έχει αδυνατίσει πολύ το παλικάρι μας. Να του φτιάνεις να τρώει! Να του μαγερεύεις και κρέας! Κι εσύ πολύ αδύνατη είσαι, μπορείς ελόγου σου να κάνεις παιδιά;
- ...
- Πότε θα βάλετε στεφάνι;
- Ε, δεν το έχουμε συζητήσει ακόμα, δεν ξέρω.
- Μωρ' συ, τι είναι τούτα; Να το κανονίστε τώρα στην αρχή του καλοκαιριού, που είναι ακόμα τα σφαχτά καλά και δε βρωμάνε, μετά θα έχουν μαρκαληθεί και δεν κάνουν για σφάξιμο. Θα σας φέρω εγώ στο γάμο σας κάτι ζα, χοντρά, ζγούρια για το πιλάφι, λουκούμι θα γίνει, τέτοια φαγιάτζα δε θα έχει ματαγίνει!
Τέλος πάντων, με τούτα και με εκείνα πέρασε το ΣΚ, και κατέληξαν οι γονείς του παλικαριού, όχι το ζευγάρι, ότι το πράμα έπρεπε να γίνει σωστά, τούτα τα μοντέρνα ούτε τα καταλάβαιναν ούτε τα παραδέχονταν, θα πήγαιναν όλοι μαζί στο σπίτι της κοπέλας να την εζητήσουν από τον πατέρα της, σε ένα μήνα το αργότερο θα γινόταν ετούτο.
Άμα την επιστροφή της στην Αθήνα ανακοίνωσε τα καθέκαστα στους γονείς της.
- Τι χαζομάρες ήταν αυτές; Πού ζούνε οι άνθρωποι; Αν το αποφάσισαν τα παιδιά...
- Όχι, θα έρθουν.
- Μα δεν χρειάζεται.
- Ε, καλά ας το δούμε ως αρραβώνες μου είπαν.
- Αρραβώνες τη σήμερον ημέρα;
- Θα μου κρατάνε χρυσαφικά να με χρυσώσουν είπαν.
- ;;;
- Μου είπαν να πάρεις κουφέτα εσύ να μοιράζεις μετά.
- !!!
Κανονίστηκε σε δυο Σάββατα. Θα έρχονταν οι γονείς του παλικαριού και η οικογένεια της αδελφής τους, δηλαδή αδελφή, γαμπρός, και δυο ανίψια.
Οι γονείς της κοπέλας έπαθαν ταράκουλο, μόνο σε κάτι πολύ παλιές ελληνικές ταινίες είχαν δει κάτι παρόμοιο και νόμιζαν ότι είναι ανέκδοτο. Έπρεπε κατ' αρχήν να αγοράσουν τραπέζι, πού θα τους κάθιζαν όλους αυτούς στο πάσο, κι ας ήταν φαρδύ! Να αγοράσουν και τραπεζομάντιλο για το τραπέζι, καλό τους είπαν. Έπρεπε να αγοράσουν ένα δοχείο, κρύσταλλο κατά προτίμηση τους είπαν, για την περίσταση, πού θα έβαζαν τα κουφέτα. Και πόσα κουφέτα να έπαιρναν; 10 ήταν καλά; Α, και κάτι του παλικαριού έπρεπε να πάρουν τους είπαν. Σαν τι; Γραβάτα; Πουκάμισο; Καλό δώρο ντε! Ωραία, οπότε πουκάμισο και γραβάτα από το armani private collection.
- Μαμά! Ρολόι, σταυρό, καδένα, τέτοια.
- Σταυρό σε 30 χρονών άντρα; Και τι είναι η καδένα;
Τέλος πάντων οργανώθηκαν αμφότεροι και συνέβη το μοιραίο. Ήρθαν από το χωριό οι δικοί του, κρατούσαν τα χρυσά για την κοπέλα, κρατούσαν και τα γλυκά τους για την περίσταση, έφεραν κι ένα αρνάκι σφαγμένο σε σκουπιδοσακούλα για τους νέους τους συμπεθέρους. Πήραν ρολόι για το παλικάρι οι δικοί της, έφτιαξαν σκαλοπίνια με σως μαδέρας και τιραμισού για την περίσταση, πάγωσαν Μποζολέ του '81, έβαλαν και μισό κιλό κουφέτα σε κρυστάλλινο δοχείο αφού τους το παράγγειλαν οι νέοι τους συμπέθεροι.
Η όλη διοργάνωση αποδείχθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, μεγάλο ... θεατρικό. Οι μεν δεν ακούγονταν, οι δε φώναζαν, οι μεν έβγαλαν τα κολονάτα, οι δε ανέβασαν στο τραπέζι την νταμιτζάνα, οι μεν έδωσαν στο παλικάρι το ρολόι και τους ευχήθηκαν, οι δε κρέμασαν στην κοπέλα τα χρυσά και διαμαρτυρήθηκαν γιατί οι συμπέθεροι δεν είχαν φροντίσει για ροδοπέταλα να πετάξουν στο ζευγάρι, οι μεν λούφαξαν, οι δε αλώνισαν, και τελικά χώρισαν αμφότεροι απογοητευμένοι. Οι συμπέθεροι, όχι το ζευγάρι!
Το ζευγάρι παντρεύτηκε τον επόμενο χρόνο, και ζουν αλλού μαζί τον έρωτά τους. Ο γάμος είναι φυσικά μια άλλη μεγάλη ιστορία, ίσως σας την πω κάποια στιγμή.
[* Οποιαδήποτε ομοιότητα με αληθινά πρόσωπα ή/και καταστάσεις μπορεί και να μην είναι συμπτωματική.]
Να σας συστήθω από την αρχή. Κοντεύω τα 40 κι έχω αυχενικό. Ο καλός μου τα έχει ήδη πατήσει κι έχει διαλυμένα γόνατα. Παλιά κάναμε ερωτικό μασάζ, τώρα του κάνω εντριβές με voltaren και μου βάζει τακτικά Λέοντος. Έχουμε αφήσει στην άκρη τα πάθη και τους έρωτες για να μην βρεθούμε στα αζήτητα εν μια νυκτί. Είμαι εργαζόμενη μάνα με δυο μικρά παιδιά, καλώς σας βρήκα ξανά!
Θέλω να γράφω ιστορίες, αλλά έχω καλή δικαιολογία που δεν το κάνω.
Η μέρα μου ξεκινάει κάπου στις 6:30 το πρωί και τελειώνει γύρω στη 1 τη νύχτα, μια Μαίρη Παναγιωταρά κανονική δηλαδή μόνο που άνθρωπος δε θέλει να μου πιάνει και τον κω, αν εξαιρέσουμε την εφορία και τη ΔΕΗ. Οι κάρτες μου είναι υπέρ-χρεωμένες κι όμως, έχω να αγοράσω καινούριο ζευγάρι παπούτσια σχεδόν έναν ολόκληρο χρόνο, οποία κατάντια! Εγώ, που έχω στο πατάρι 70 ολόκληρα ζευγάρια!
Στο πατάρι είναι τα 68, τα δυο τα φοράω εναλλάξ καθημερινά και τα έχω αφημένα πίσω από την εξώπορτα για ευκολία. Ένα ημίμποτο κι ένα αθλητικά, και τα δυο κάζουαλ και τα δυο φλατ. Αλλά ξέρετε τρέξιμο που ρίχνω η μάνα; Πού να πάω χρυσή μου με την 12/ποντη; Να βγάλω κανένα γοφό να έχουμε άλλα; Με τζην κι αθλητικό λοιπόν, σε μόνιμη βάση. Το πρωί παίζουμε τόμπολα με τους αξύριστος φοιτητές μου στα εργαστήρια, τα απογεύματα και τα ΣΚ ολόκληρα κυνηγητό και μπάλα με τα καμάρια μου στις πλατείες. Να τους χαίρομαι αμφότερους!
Μου αρέσει, μην το πάρετε στραβά, δεν παραπονιέμαι. Αλλά εκείνο το ζευγάρι ιταλικά μαύρα μποτάκια με χοντρό 10/ποντο τακούνι πολύ μου έχουν λείψει, πώς να το κάνουμε; Και η τσάντα η λίγο μικρή σε γκρενά. Πού να την πάω όμως; Χρειαζόμαστε ανά πάσα στιγμή 2 μπουκάλια νερό, μωρομάντηλα, πάνες, 3 ζευγάρια γυαλιά ηλίου, 2 σκούφους, αντιηλιακό, μαρκαδόρους, μπισκότα, μια ντουζίνα αυτοκινητάκια, πορτοφόλι, πιπίλες δυο για σιγουριά, μπάλα, 2 αλλαξιές ρούχα-εσώρουχα... Πάει άκλαφτη η τσαντούλα η γκρενά, παίρνω μπακ-πακ στους ώμους και είμαι σίγουρη, από εκείνα τα καλά που είναι και για κάμπινγκ.
Ξέρω τι σκέφτεσαι, τι τα θες καλή μου όλα αυτά, δεν πας για πόλεμο! Εμ, έλα όμως που μια φορά δεν τους κουβάλησα δεύτερα ρούχα κι ο γιος γύρισε επάνω του (κατά λάθος) ένα ποτήρι νερό ενώ η κόρη πήγε κι έπεσε μετά (κατά μεγάλο λάθος) μέσα στο συντριβάνι! Μέχρι να τα γυρίσω σπίτι είχαν κοκαλώσει και τα δυο! Κι εκείνη την άλλη φορά που δεν τους πήρα καθόλου παιχνίδια και μαρκαδόρους, θυμήθηκαν ότι ήθελαν να καθίσουν σε καφετέρια και δεν είχα με τι να τα απασχολήσω και μας πέταξε έξω άρων-άρων ο μπουφετζής.
Άσε χρυσό μου να έχω μαζί εγώ το μπαμ-πακ μου κι αχρείαστο να' ναι. Εννοείται ότι όλες τις υπόλοιπες φορές που το κουβαλάω δε χρησιμοποιούμε τίποτα από εκεί μέσα! Άντε μόνο τα νερά και τα λεφτά. Και τις πιπίλες η κόρη όταν έχει νεύρα, πράγμα που της συμβαίνει συχνά. Πριν βάλει πιπίλα συνήθως μονολογεί "Μα τις ζάντες!". Τσαμπουκάς η κόρη, ερωτήλος ο γιος. Ή φύση ποιητική, δεν ξέρω ακόμα τι από τα δυο. Τις προάλλες πάντως, όταν επέστρεψε από το αποκριάτικο πάρτυ του σχολείου αυτό που βρήκε να μου πει ήταν "Η Τάδε ήταν πολύ όμορφη σήμερα, μια κούκλα, πριγκίπισσα κανονική, την είδα και μου κόπηκε η ανάσα!" Έτρωγα και κόντεψα να πνιγώ η γυναίκα! Περί ων ο λόγος, 2 ετών η κόρη και 4 σε λίγες μέρες ο γιος. Έχω ακόμα να ακούσω! Κι έχω τον καλό μου να λέει συνεχώς ότι τον καταπιέζω γιατί δεν τον αφήνω λέει να τρώει ένα μασούρι σαλαμάκι την ημέρα. Να ανεβάσει και χοληστερίνη να τον κυνηγάω με το χάπι! Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Αυτά.
Οπότε θέλω να γράψω και να διαβάσω, μα δεν προκάνω χρυσό μου, άντε στο καλό μου πια! Φαντάζομαι ότι η συνέπεια στο γράψιμο θα αποκατασταθεί μαζί με την επαναφορά μου στις αγορές. Των παπουτσιών ντε!
Σε αφήνω χρυσό μου, έχω να βάλω σκούπα, έχω και να αποκρέψω, έχω και να νηστέψω, έχω και να πετάξω αετό. Με τις υγείες μας!
Σαφώς! Σαφέστατα!
Μια εργαζόμενη μητέρα, μια άστα να πάνε νοικοκυρά. Που αν δεν ήταν η Βιολέτα να μας ξαραχνιάζει φωλιές θα είχαν κάνει τα φίδια εδώ μέσα! Μόνο που δε μπορώ να καταλάβω πως της αυθεντικής έχει πέραση ο κω. Εγώ και ο κω μου είμαστε υπό κατάρρευση πάντως.
Η μέρα μου ξεκινάει πριν να βγει ο ήλιος, γύρω στις 5:30 δηλαδή. Έλα όμως που εκείνη την ώρα βγαίνει η μικρή για να κλείσει το πρόγραμμα! Να μην είναι η μανούλα της στο ακροατήριο; Λέει μερικά άσματα ελαφρολαϊκά για καμιά ωρίτσα εκεί πέρα και μετά την πέφτει για ύπνο ξανά. "Ωραία", σκέφτομαι, "μου μένει λίγη ώρα ακόμα για να κοιμηθώ κι εγώ". Πριν να ακουμπήσω το κεφάλι μου στο μαξιλάρι, κλαίει ο γιος γιατί είδε εφιάλτη. Τον αγκαλιάζω, τον ηρεμώ, τον σκεπάζω, πάω πίσω να ξεραθώ. Ροχαλίζει σαν οτομοτρίς ο καλός μου. Τον χαϊδεύω, τον σκουντάω, τον κλοτσάω, τον ξυπνάω και βολεύομαι. Φεύγει η πιπίλα της μανδάμ και καλεί σε βοήθεια. Πετάγομαι επάνω, κουτουλάω κάποιο ντουβάρι, της βάζω την πιπίλα, σέρνοντας φτάνω στο κρεβάτι και ξαπλώνω ξανά.
Κι εκεί πάνω που με έχει πάρει ο ύπνος ο γλυκός (για κανένα δεκτάλεπτο, μην φανταστείς!) λαλάει ο πετεινός 7:30 ακριβώς: "μπαμπά έλα, άλλο νάνι μπα"! Μα να μη σου πω τίποτα για τον πατέρα σου πρωινιάτικα!
Του δίνω το γάλα στο κρεβάτι μας κι αμέσως μετά μπαίνει στην πρίζα. Σκαρφαλώνει στον πατέρα του και με τη φτέρνα του με πετυχαίνει στον καρίτζαφλο, κάνει να κατέβει και τρώω αγκωνιά στο στήθος ενώ ο πατέρας του τρώει κλοτσιά στα αχαμνά. Ωχ ο ένας, βαχ η άλλη, "πάνος Θησέας" αυτός! Μετά ο μικρός θεωρεί ότι είναι καλή ιδέα να χοροπηδάει στο κρεβάτι μας, "το καλάμι μου", "τα παΐδια μου", "το στομάχι μου"...
Κι αυτή η ωραία οικογενειακή ατμόσφαιρα διακόπτεται ξάφνου από τη φωνή της σουρλουλούς. Τη φέρνω στο κρεβάτι μας. Η μικρή χασκογελάει, ο μικρός της λέει να είναι καραγκιόζης και της τραβάει το χέρι για να της δείξει. Ο καλός μου, χωρίς παιδί σκαρφαλωμένο επάνω του, βρίσκει ευκαιρία να κοιμηθεί. Εγώ κρατάω τα χέρια του μωρού να μην τα εξαρθρώσει ο μικρός. "Αχ μάνα μου, ωχ μανούλα μου", της λέει να μας πει και η μικρή χασκογελάει ακόμα. Μετράω τα δάχτυλα της και είναι όλα εκεί ακόμα.
Ώρα για έγερση. Ο καλός μου αλλάζει την πάνα του μικρού και τον ντύνει. Μετά κλείνεται στο μπάνιο. Εγώ αλλάζω την πάνα του μωρού και το ντύνω. Μετά παίρνει φωτιά ο κόρφος μου! Να ανοίξω τα παντζούρια να μπει φως και τα τζάμια να μπει φρέσκος αέρας, να βάλω ψωμί να ψηθεί, να στρώσω το τραπέζι, να βάλω την πιπίλα της μικρής, να φτιάξω καφέδες, να βρω τον Κολλητήρη του μικρού, να βράσω νερό, να βάλω τυρί και μέλι στο τραπέζι, να κρεμάσω παιχνίδια στο ριλάξ γιατί βαρέθηκε το μωρό, να δώσω νερό στον γιο, ωχ άρπαξε το ψωμί, να αλείψω τις φέτες, κρύωσαν οι καφέδες, "θα βγεις καμία ώρα από το μπάνιο;", να φάω, να δώσω κρέμα στη μικρή, να ετοιμάσω τάπερ για τον καλό μου να πάρει στη δουλειά, να δώσω νερό στον γιο, "μπάσε καλό σου νεροκαΐλα πρωί-πρωί!", να βάλω την πιπίλα της κόρης, να πιω καφέ, κόκαλο έγινε ο καφές, να χαιρετήσουμε τον μπαμπά "γεια σου μπαμπά! στείλε παιδί μου φιλάκι στον μπαμπά!" Κι έτσι περνάει μισή ώρα από όταν σηκωθούμε από το κρεβάτι...
Μετά είναι εύκολο. Μένει μόνο να στρώσω τα κρεβάτια, να δώσω φρούτα στον μικρό, να θηλάσω τη μικρή, να αλλάξω 4-5 φορές πάνα στο καθένα, να φάμε μεσημεριανό, να παίξουμε οπωσδήποτε, και να τα καταφέρω να κοιμηθούν για μεσημέρι. Όπου φυσικά όταν ξαπλώνει η μικρή είναι ακριβώς η ώρα που ξυπνάει ο μικρός.
Μετά έχει πάει η ώρα 5-6 το απόγευμα και κάνω λίγη ακόμα υπομονή μέχρι να νυχτώσει. Εντωμεταξύ, έρχεται ο καλός μου κατάκοπος από τη δουλειά, αράζει στον καναπέ και του φτιάχνω καφέ. Αν έχει κουράγιο πάνε με τον μικρό στις κούνιες κι εγώ τότε ξεκουράζομαι λίγο με την μικρή να κρέμεται από πάνω μου· αυτό είναι χαλάρωση!
Μένει μόνο μετά να τα κάνουμε μπάνιο, αυτός τον γιο κι εγώ την κόρη, να τους δώσουμε γάλα, αυτός στον γιο κι εγώ στην κόρη, να τους διαβάσουμε παραμύθια, αυτός στον γιο, η κόρη είναι ακόμα πολύ μωρό, και να τα βάλουμε για ύπνο, αυτός τον γιο κι εγώ την κόρη.
Μετά ο καλός μου κάθεται στον υπολογιστή να τελειώσει κάτι. Εγώ μαζεύω λίγο το καθιστικό, ετοιμάζω πλυντήριο ρούχων και πιάτων, έχουμε νυχτερινό ρεύμα, αποστειρώνω τις μποτίλιες, μαγειρεύω για την επόμενη, ετοιμάζω κάτι ελαφρύ για βραδινό, τρώμε, κάνω ντουζ, τσεκάρω τα παιδιά, σβήνω το φαγητό, έχει πάει 12:30 και ... "ποιον κω; έχει κοτόπουλο μπούτι στο φούρνο αν θες!" Με τις υγείες μου!
Καληνύχτα σας...

Είχαν αρχίσει να στρώνουν τα πράγματα στη ζωή του ζευγαριού. Ο πιτσιρικάς κοιμόταν τώρα πια μονορούφι 10 ώρες τις νύχτες, ανάσταση για το ζευγάρι της ιστορίας μας! Έπειτα, όλοι μαζί μετακόμισαν στη Γερμανία· να δει το μάτι σου φαρδιά πεζοδρόμια χωρίς κολώνες φυτεμένες στη μέση και ράμπες χωρίς παρκαρισμένα αυτοκίνητα και εστιατόρια που δεν είναι τεκές και παιδικά καθίσματα σε όλα τα καφέ και αλλαξιέρες σε όλες τις τουαλέτες και μια δουλειά που δεν τους έτρωγε χρόνο από τα απογέυματα και ... Τελικά, πρέπει να αφιερώσω μια άλλη ιστορία για αυτή τους την εμπειρία.
Πέρασαν έτσι, με γέλια, παιχνίδια, παρέες κι εκδρομές, 6 μήνες πριν να γυρίσουν πάλι στην Ελλάδα, τέλος Φλεβάρη ήτανε, ο πιτσιρικάς χρόνιζε, το κανονικό τους σπίτι τους περίμενε, οι γονείς του επέστρεφαν στις κανονικές τους δουλειές. Στην καρδιά του χειμώνα στη Γερμανία αλώνιζαν. Στην Ελλάδα έκαναν γούβα στους καναπέδες! Αυτό θα πει κανονικότητα...
Πόσες ταινίες να δει πια το ζευγάρι; Άλλο ένα βράδυ με ολόγιομο φεγγάρι το έκανε το θαύμα του και να' τη πάλι η ροζ γραμμή. Τουτέστιν, πάμε πάλι από την αρχή. Τουλάχιστον σε αυτή τη φάση δεν είχε καρίερα στο τένις η μανδάμ!
Το τι έγινε μετά, αυτή τη φορά, περιγράφεται πολύ εύκολα: δεν έδωσε κανείς σημασία! Με λίγα λόγια δηλαδή, το ένα παιδί καλό παιδί, τ' άλλο γαμώ τη μάνα του! Από εκεί που ο καλός της τής ετοίμαζε πρωινό με φρεσκοστιμένο χυμό, τώρα της ζητούσε να του φτιάξει τοστ και να του βάλει ένα ποτήρι από το χυμό του σούπερ μάρκετ (βιαζόταν να φύγει ο άνθρωπος, μπα!). Η πεθερά αναφώνησε "πάλι;", ζήτησε πίσω το πουπουλένιο της μαξιλάρι (ένιωθε κάτι ποναλάκια στη μέση), και δήλωσε πως δε θέλει με τίποτα το παιδί να πάρει το όνομά της (που τελείως τυχαία το είχαν δώσει ήδη στην αντρική του έκδοση στο πρώτο τους παιδί).

Κι εννοείται πως η μανδάμ (τι να την πω πια κι αυτή που ήθελε κι άλλη εγκυμοσύνη στην ηλικία της; τώρα που το σκέφτομαι βέβαια, η μήτρα της τελικά καθόλου δεν είχε ατονίσει) δούλευε κανονικά, φρόντιζε το σπίτι, μαγείρευε, έπαιζε με το παιδί, και τέλος πάντων έκανε ό,τι προβλέπεται να γίνει από μια εργαζόμενη μητέρα. Καμιά φορά, όταν την έβλεπαν ζαλωμένη με τον 13 κιλών πια γιο, ίσως να της έλεγε κάποιος "τι θες και τον σηκώνεις ολόκληρο γάιδαρο;". Να προσφερθεί βέβαια αυτός ο κάποιος να το ανεβάσει το 18 μηνών παιδί στην καρέκλα για να φάει ούτε λόγος!
Αν δεν ήταν και οι προβλεπόμενες από τον γιατρό εξετάσεις, η κιουρία καθόλου δε θα θυμόταν ότι ήταν έγκυος. Αν και ποια εγκυμοσύνη; Στις εξετάσεις είχαν και τρώγονταν όλοι οι της άσπρης ρόμπας με την ηλικία της! "Πόσο είπαμε ότι είστε; Πόοσο;" (καλά χριστιανέ μου, πώς κάνεις έτσι;) ή "Είστε πάνω από 35, οι πιθανότητες για το σύνδρομο δεν-έχει-συμβεί-ποτέ-σε-κανένα ανεβαίνουν κατακόρυφα!" (κι αν ξέρουν αυτοί τι σημαίνει πιθανότητα, η μανδάμ μπορούσε να τους βγάλει τη σκωληκοειδίτιδα στο άψε σβήσε) ή "Στην ηλικία σας προβλέπονται 324 επιπλέον εξετάσεις, όχι ότι θα συμβαίνει κάτι" (τι να συμβεί δηλαδή; μόνο που θα της πάρετε και την καλή της την κιλότα στο τέλος). Μάταια προσπαθούσε να τους πει ότι δεν είναι η Σάρα, μάταια τους έβαζε κάτω τα μαθηματικά και τους έβγαζε ακριβώς τα ποσοστά. Έξιναν λίγο το κεφάλι τους, έμοιαζαν κάπως να το σκέφτονται και μετά (χωρίς τελικά να έχουν ακούσει ή καταλάβει τίποτα) της απαντούσαν "Φαίνεται πως έχετε δίκιο, αλλά είστε πάνω από 35!". Άι σιχτίρ, το ήξερε, για νέο της το έλεγαν; (Και στην συνομοταξία των γιατρών πρέπει να αφιερώσω μια ιστορία οπωσδήποτε!)
Κάποιο πρωινό, ετοιμάζονταν για εκδρομή, ο δρόμος τους τούς έβγαλε στο νοσοκομείο. "Βρε", χρονιάρες μέρες καθώς ήταν, "δεν μπαίνουμε να ευχηθούμε", σκέφτηκε το ζευγάρι. Την μπουζουριάσανε την κιουρία! "Τ' ανάσκελα", της είπαν, "για όσο χρειαστεί!" "Για πόσο δηλαδή;" Δεν της απάντησε κανείς... Έμεινε εκεί να κοιτάει από το παράθυρο τις εποχές να αλλάζουν. Οι υπόλοιποι είχαν και δουλειές, μαζί της θα ασχολούνται;
Ξεχάστηκε ο γιος, βιάστηκε η κόρη. Κρατήθηκε δηλαδή μέχρι την πρώτη μέρα που η μανδάμ μπήκε στο μήνα της, άλλο δεν άντεχε! Εμφανίστηκε στο δωμάτιο με μάτι ζωηρό και συνωμοτικά την κοίταξε, "Έχεις αντοχές; Τώρα είμαι κι εγώ εδώ!". Με τις υγείες της!
Για να έχουμε όλοι μας δικαίωμα στο χαμόγελο... Καλό μήνα!
Το παρακάτω κείμενο αποτελεί αναδημοσίευση από το blog της Κατερίνας KapaWorld.
Ο Βασίλης είναι ο μπαμπάς του Παύλου. Ο Βασίλης έχει νονά τη μαμά μου, οπότε είναι σαν να λέμε πνευματικός της γιος. Αυτό πάντα μας έκανε λίγο...συγγενείς. Όταν ήμασταν μικρά και πηγαίναμε στο χωριό ο Βασίλης που είναι λίγο μεγαλύτερος μου κρυβόταν στα σκοτάδια και όταν περνούσαμε με την ξαδέρφη μου μας κατατρόμαζε και ουρλιάζαμε σαν χαζές. Μεγάλο κάθαρμα ο Βασίλης που από μικρή με φώναζε κουμπάρα για να μου σπάσει τα νεύρα και πάντα τα κατάφερνε! Τελικά κατάφερε να με κάνει και κανονική του κουμπάρα μιας κι εγώ τελικά τον πάντρεψα!!!
Ο Βασίλης ήταν πάντα ένα χαρούμενο παιδί, έτσι τον θυμάμαι πάντα, μα τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει...
Έχει τρεις γιους. Περήφανος για τον κάθε έναν από αυτούς, μα εδώ και δυο χρόνια ζει το αδιανόητο γιατί η οικογένεια του ζει το αδιανόητο!
Θα σας συστήσω τον μεσαίο του γιο τον Παύλο. Ο Παύλος είναι δεκαεπτά χρονών, όμορφος σκέτο αστέρι αφού κατάφερε και πήρε τα πιο όμορφα χαρακτηριστικά και των δυο γονιών του! Τρελαίνεται να παίζει μπάσκετ, να ζει έντονα, να βγαίνει με τους φίλους του...αγαπά τους υπολογιστές και τη μουσική...μα δεν μπορεί να χαρεί τίποτε από όλα αυτά γιατί τα τελευταία δύο χρόνια έγινε μαχητής της ζωής. Της δικής του ζωής.
Διαγνώστηκε με μια επιθετική Λευχαιμία τύπου Τ και παρόλο που ο αδερφός του είναι συμβατός δότης ο οργανισμός του δεν δέχθηκε την μεταμόσχευση μυελού των οστών...κι αυτό έφερε μια ακόμη ανατροπή, μια αγωνία και μάχη με το χρόνο...Ο Παύλος πρέπει άμεσα να φύγει στην Αμερική! Στην Βοστόνη. Στον τόπο των θαυμάτων.
Τα παιδιά ζουν σε ένα μικρό χωριό στον τόπο καταγωγής της μαμάς μου κι είναι εντυπωσιακό πως όλο το χωριό κινητοποιήθηκε κι άρχισε να διοργανώνει εράνους και μπαζάαρ και κάθε λογής διοργανώσεις με στόχο να μαζευτούν χρήματα και κατάφεραν πολλά, μα απέχουμε πολύ από το στόχο! Είναι εντυπωσιακό και συγκινητικό πολύ πως μια μικρή και φτωχική κοινότητα ανθρώπων οργανώνεται για να βοηθήσει μια οικογένεια που υποφέρει. Για να χαρίσει ελπίδα, σε ένα παιδί!
Είναι εντυπωσιακό πως ένα παιδί που κινδυνεύει γίνεται χωρίς δεύτερη σκέψη, παιδί μας!
Με συγκίνησε αυτή η αυταπάρνηση, αυτή η τρομερή δύναμη των ανθρώπων...
Στο τηλέφωνο ο Βασίλης ήταν σκεπτικός. "Είναι πολλά τα χρήματα που χρειαζόμαστε" μου είπε...μα δεν γίνεται να απογοητευτούμε και να μην προσπαθήσουμε. Δεν γίνεται να μην δώσω στο παιδί μου αυτή την ελπίδα!"
Δεν μιλούσα πια με το Βασίλη, τον φίλο, κουμπάρο, κολλητό από τα παλιά που κάναμε φάρσες και γελούσαμε. Μιλούσα με έναν πατέρα σε αγωνία. Σε φόβο...Πως είσαι; Τον ρώτησα.
"Όσο ο Παύλος είναι καλά και δεν τα παρατάει είμαι καλά!"
Συγκινήθηκα βαθιά... Πως είναι η ψυχολογία του παιδιού; τον ρώτησα ξανά.
''Αν τον δεις θα σκεφτείς πως φαίνεται λίγο ταλαιπωρημένος κι είναι αδυνατισμένος, κατά τα άλλα είναι θηρίο! Δίνει μεγάλο αγώνα, παλεύει ασταμάτητα δυο χρόνια τώρα! και δίνει σε όλους μας δύναμη." Μιλούσε με τόση περηφάνια για το γιο του... Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα...
Το να κινδυνεύει η ζωή του παιδιού σου είναι κάτι το τρομερό. Ξέρω πως υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες άνθρωποι που ζουν με αυτό το φόβο που εμείς δεν μπορούμε να διανοηθούμε...μα τώρα, αυτοί οι τρομαγμένοι γονείς είναι άνθρωποι κοντινοί. Άνθρωποι που αγαπάμε, άνθρωποι που νιώθουμε την αύρα του τρόμου τους...
Αγαπημένοι...Αυτή η ανάρτηση αφορά ένα παιδί...Ένα δεκαεφτάχρονο πλάσμα, που έχει πολλά να δει και να νιώσει και να ζήσει και έχει δικαίωμα στο όνειρο και στην ελπίδα...Δυο χρόνια τώρα οι γονείς και τα αδέρφια του Παύλου ζουν με τη συνεχή απειλή, πως θα τον χάσουν και χρειάζονται να ανάψουν ένα φως στο σκοτάδι που ζουν.
Αν μπορούμε όλοι εμείς οι άνθρωποι να τους χαρίσουμε μια ευκαιρία...Μια ευκαιρία για το πολυτιμότερο αγαθό. Την ίδια τη ζωή!
Χρειάζονται πολλά χρήματα μα είμαστε κι εμείς πολλοί και το περίσσεμα μας λίγο, μα το περίσσεμα αγάπης πολύ!
Είναι Παρασκευή κι ακολουθούν ημέρες ξεκούρασης αγαπημένοι και αν μπορούμε όλοι αυτό το Σαββατοκύριακο να στερήσουμε από τον εαυτό ή από τα παιδιά μας κάτι μικρό, ένα σακουλάκι πατατάκια, ένα παγωτό, ένα σινεμά, μια μπύρα, μια πίτσα...και να προσφέρουμε αυτά τα δυο, τρία, πέντε ευρώ για να χαρίσουμε ελπίδα στο αγόρι μας!
Δεν σας το ζητώ αγαπημένοι, μα ελπίζω...ελπίζω πραγματικά στα θαύματα της ζωής κι εσείς με κάνατε να πιστεύω ακόμη περισσότερο στο θαύμα των ανθρώπων!
Σας παραθέτω τον αριθμό μέσω του οποίου η οικογένεια προσπαθεί να συγκεντρώσει όσο πιο άμεσα γίνεται ένα αξιοσέβαστο και πολυπόθητο ποσό για να μπορέσει να μεταφερθεί ο Παύλος στη Βοστόνη.
ΣΩΤΗΡΙΑΔΗΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ΠΑΥΛΟΣ-ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ ΣΟΥΣΑΝΑ
ΑΡΙΘΜ.ΛΟΓ.428/537100-79
ΙΒΑΝ GR8101104280000042853710079
ΚΩΔ.SWIFT ΤΡΑΠΕΖΑΣ (BIC) ΕΤΗΝGRAA
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ
Τηλέφωνο Επικοινωνίας Σουζάνα Κυριακίδου Μαμά Παύλου
6986789490
Δεν μένει να πω τίποτε άλλο παρά να στείλω τις ευχές μου εκεί έξω. Αγάπη αγαπημένοι. Αγάπη για όλους μα περισσότερη αγάπη για κάθε παιδί που μπορούμε να βοηθήσουμε, γιατί είμαστε δυνατοί μόνο αν είμαστε πολλοί!
Ένα πελώριο ευχαριστώ σε όλους για την κατανόηση για αυτή την ανάρτηση και Παύλο, θα σου στείλω το στίχο που τραγουδάω συνέχεια στους γιους μου!
"Για χατίρι σου ξημερώνει αγόρι μου...Για χατίρι σου ξημερώνει!!!"
Κατερίνα

Κι έλεγε η πεθερά, όταν έβλεπε ότι αλλού βαρούν τα όργανα, "Αν σκέφτεστε το οικονομικό, πάρτε το εσείς απόφαση κι όλα τα έξοδα, γιατρός και μαιευτήριο, είναι δικά μου!". Σε εκείνες τις αγωνιώδεις της στιγμές (πως δε θα γίνει γιαγιά) αναπολούσε "Αααχ, εγώ όταν γένναγα τους γιους μου μονόκλινο πλήρωνε ο πεθερός σου!", για να συμπληρώσει μετά έντρομη με το ανεκδιήγητο "Εσύ σε τρίκλινο να γεννήσεις, ένιωθα πολύ μόνη!".
Ε, γέννησε η κοπέλα κι έφτασε η δικιά σου με ένα μάτσο γλαβιόλες, τελεία. Δηλαδή τι; Να δώσουνενε μια στο γιατρό, μισή στον αναισθησιολόγο, μια στις μαίες, δυο στο μαιευτήριο, να τους μείνουν και τρεισίμιση να βάλουνε στο βάζο, κομπλέ. Ανοιχτοχέρα!
Τέλος πάντων, όλα καλά πήγαν, γεννήθηκε ο υιός με το προαποφασιμένο όνομα, πάει ο πατέρας να τον δηλώσει στο ληξιαρχείο, "Μπουχλουμπής Μπουχλουμπόπουλος", τους λέει. "Α, χρειάζεται να είναι παρούσα και η μάνα για το 'Μπουχλουμπής'", του λένε. "Γιατί μόνο για αυτό;", απορεί ο πατέρας. Τον κοίταξαν πολύ λοξά και κατάλαβε. "Είναι τ'ανάσκελα με 50 πόντους τομή", τους απαντάει. "Να την χαίρεται!", του λένε και γράφουν στα χαρτιά του παιδιού 'Μπουχλουμπόπουλος Αβάφτιστο Άρρεν', τη σύχγρονη κοινωνία μου μέσα! (Η απείρου κάλους ιστορία που μετά ήθελαν να φύγουν οικογενειακά για Γερμανία και χρειαζόταν διαβατήριο το 'Αβάφτιστο' δεν είναι του παρόντος)
Τις 4 μέρες που έμειναν στο μαιευτήριο κρέμασαν ταμπέλα "ανοίξαμε και σας περιμένουμε", πέρασαν να τους δουν όλοι, γνωστοί κι άγνωστοι. Βασικά, όποιος έβλεπε φως έμπαινε, βρήκαν αφορμή να δουν ο ένας τον άλλο, καιρό είχαν να πουν τα νέα τους. Συνωστίζονταν καμιά δεκαριά μέσα στο δωμάτιο (ήταν που δεν χωρούσαν παραπάνω) και έκαναν πηγαδάκια. Αν ήθελε η μάνα να ταίσει το μωρό, αν έκλαιγε αυτό, αν νύσταζε η άλλη, αδιάφορο, μην είναι τούτοι οι γονείς εκτός από χαμένοι κι αγενείς! (Στο σημείο αυτό, επιτρέψτε στη μαθηματική μου φύση, να κάνω την παρατήρηση πως το τακτ στους ανθρώπους είναι αντίστροφα ανάλογο με την ηλικία τους. Κλείνει η παρένθεση.)
Εντωμεταξύ, εκείνο το μωρό πραγματικά διαφωνούσε με την απόφαση του γιατρού να το βγάλει στο δέκατο μήνα (κι όχι στα 18 του χρόνια!). Έδειχνε έντονα τη δυσφορία του κλαίγοντας συνέχεια και μένοντας άγρυπνο τις περισσότερες ώρες μέρας και νύχτας. Η μάνα, μεταξύ παυσίπονων κι ακινησίας, τα είχε τελείως χαμένα. Ο πατέρας φάνηκε κάπως πιο ψύχραιμος σε εκείνη τη φάση. Θα ήταν το σκατς ον δε ρόκς που μιλούσε, δεν εξηγείται αλλιώς!

Ένα ωραίο πρωί μάζεψαν το μωρό και τα μπογαλάκια τους κι επέστρεψαν στο σπίτι. Κλείνοντας την πόρτα ένιωσαν για μια στιγμή ότι όλα ήταν όπως πρώτα. Για μια στιγμή. Αμέσως μετά κατάλαβαν ότι αυτό ήταν μια μεγάλη μπαρούφα. Το Αβάφτιστο άρχισε να κλαίει και σταμάτησε ξανά περίπου όταν έκλεισε τους 6 μήνες. Εμ, τότε έπρεπε να το γεννήσεις κυρά μου, τίποτα δεν ξέρουν αυτοί οι γιατροί!
Επιπλέον, άρχισαν όλοι να έχουν γνώμη. Πράγμα που δεν είναι κακό δηλαδή, αν την κρατούν για τον εαυτό τους. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, αποφάσισαν να την εκφράζουν στο ζευγάρι σε τακτά χρονικά διαστήματα, όπως για παράδειγμα καμιά δεκαριά φορές την ημέρα. Ο καθένας!
"Κρυώνει το μωρό, ντύστο πιο ζεστά για να νιώθει όπως στην κοιλιά της μάνας του και να μην κλαίει" (άτιμε γιατρέ, εσύ και οι ιδέες σου να ξεγεννάς τις γυναίκες!)
"Ζεσταίνεται το παιδάκι, δεν το βλέπεις, πώς να ηρεμήσει;"(κάτι ξέρουν οι Σκανδιναβοί που τα έχουν και κοιμούνται έξω στο χιόνι)
"Μην τρως αγγούρι, πειράζει το μωρό" (οκ, άλλωστε μπορεί να έχει άλλη χρησιμότητα)
"Πιες βαρβιτουρικά, τον ηρεμούν" (αν ήταν νόμιμα...)
"Πεινάει το παιδί, φτιάξτου μια μοσχαρίσια να πάρει τα πάνω του!" (ε, ναι, όλο γάλα, γάλα, γάλα, το βαρέθηκε)
"Τον παραταΐζεις και πονάει η κοιλίτσα του, άμα έχει ενόχληση κοιμάται ο άνθρωπος;" (ναι, αφού πιεί σόδα)
"Κρυώνει κορίτσι μου το μωρό σου, τι δεν καταλαβαίνεις;" (γιατί πρέπει να επιμένεις!)
"Έχετε λέμε πολύ ζέστη στο σπίτι σας, πάει και τέλος!" (σύμφωνα με ποιο ISO;)
Τι να κάνει η έρμη η μάνα; Να κοιμηθεί μια ώρα ήθελε, μόνο αυτό! (Τι; Να λουστεί και να φάει στο τραπέζι καθιστή; Χα, αυτά νεξτ γίαρ!) Το έντυνε το μωρό, το έγδυνε ξανά, έκοψε τις σαλάτες, άρχισε τα ελαφριά, έτρωγε ένα βόδι τη φορά, μετά έπινε σόδες, έριχνε έξτρα κουβέρτα στο παιδί, κι άνοιγε τα πορτοπαράθυρα να μπει ο κρύος αέρας. Τις διαφημίσεις της μέσα δηλαδή, που δείχνουν ζουμπουρλούδικα ξανθά μωρά να κοιμούνται γαλήνια. Τις πήρε και τις πάνες η έρμη, και τα βούτυρα, και τα γιαούρτια, τίποτα δε δούλεψε!
Κι εκείνο τέλος πάντων, ήταν ένα παιδί μετράει τα άστρα, και τα σύννεφα, και τα πετούμενα του ουρανού, και γενικά σε εγρήγορση μη χάσει καμιά εξέλιξη. Κι εκείνης ήρθαν και κατέβηκαν οι μαύροι κύκλοι ως το σαγόνι της, το μαλλί έγινε ράστα δεμένο στην κορυφή του κεφαλιού της, και για να βγουν εκείνες οι γκρι φόρμες από πάνω της χρειαζόταν σπάτουλα.
Ποιο μητρικό ένστικτο, ποια αγαλλίαση, ποια χαμόγελα αιώνιας ευτυχίας; Από την αϋπνία κόντευε να μην ακούει το μωρό της να κλαίει, πώς να ακούσει το μητρικό της ένστικτο και πράσινα άλογα; Ίσως πάλι η κοπέλα να ήταν ανίκανη να γίνει μάνα. Ναι, αλλά ας της έδιναν ένα τεστ να κάνει πριν. Έχασε κι εκείνο το τουρνουά τένις. Δηλαδή τι να το κάνει που κάπως τη συμπάθησε η πεθερά και της έδωσε γλαδιόλες;
Ήρθε η μέρα όμως, που σαν κάτι να άλλαξε... Βρε μπας κι έπινε κι αυτή κρυφά σκατς ον δε ρόκς;
συνεχίζεται...

Η κοπέλα (θα σταματήσω να την λέω νέα, στην ηλικία της είναι τραβηγμένο από τα μαλλιά), όχι δηλαδή ότι ήταν τίποτις επαγγελματίας, αλλά μετά από εκείνα τα 25 κιλά που έχασε στα νάτια της όλο και κάτι έκανε για να ξεκουνιέται και να διατηρεί την εξαίσια κορμοστασιά της. Μα σκι το χειμώνα, μα κολύμπι το καλοκαίρι. Εκείνη την περίοδο είχε πάθει εμμονή με το τένις: προπονήσεις, παιχνίδια, προετοιμασία για ένα ερασιτεχνικό τουρνουά. Τουτέστιν δηλαδή, ανάμεσα στη δουλειά, τον καλό της και τις βόλτες, πέρναγε κάμποσες ώρες καθημερινά κάτω από τον ήλιο να κυνηγάει εκείνο το σκασμένο το κίτρινο μπαλάκι.
Ένα ηλιόλουστο πρωινό (Παρασκευή ήταν) του Ιούνη, που συνέπεσε με τα γενέθλια του καλού της, μόλις μια μέρα πριν από την έναρξη του τουρνουά, ξεπρόβαλε εκείνη η ροζ γραμμή (αποτελέσμα του ποτού και του φεγγαριού). Τι τάιμινγκ ήταν αυτό χρυσή μου;

Το τι ακολούθησε μετά δεν περιγράφεται! Θα κάνω μια προσπάθεια... Ο καλός της δε μπόρεσε να φάει πρωινό! Και του συνέβει πρώτη και τελευταία φορά! Ως τώρα τουλάχιστον... Η κοπέλα γλίτωσε το δώρο για τα γενέθλια του. Αντί αυτού πήρε ένα ολοκαίνουριο ζευγάρι παπούτσια για τον εαυτό της. Τι; Υπάρχει καλύτερο δώρο από τέτοια νέα; Και, χελόου ήταν Παρασκευή, η καλύτερη μέρα της εβδομάδας! Εκτός από σημαδιακό, βόλευε για ένα ντίνερ πρώτης τάξης. Πήρε τηλέφωνο κι έκλεισε αμέσως. Επίσης, δεν πήγαν στη δουλειά. Σιγά να μην περίμενε από δαύτους καλοκαιριάτικα και παρασκευιάτικα να προαχθεί η επιστήμη. Ο καλός της λίγο μετά όμως πρόβαλε σοβαρές αντιρρήσεις (το 'απαγόρευσε' θα ακουγόταν βαρύ) για τη συμμετοχή της στο τουρνουά. Και της πεθεράς τής έπεσε το ακουστικό από τα χέρια μόλις έμαθε το νέο! Αφού το μάζεψε την αποκάλεσε 'καλό μου κορίτσι'. Κορίτσι!
Με αυτά τα δυο τελευταία γεγονότα συνειδητοποίησε η κοπέλα ευθύς την καινούρια έρα που πλησιάζε, η ζωή της θα ερχόταν σύντομα τούμπα... Ή είχε κιόλας έρθει;
Τους μήνες που ακολούθησαν, ο καλός της τής ετοίμαζε πρωινό με φρεσκοστυμένο χυμό, η πεθερά τής έβαζε πουπουλένιο μαξιλάρι στην καρέκλα κι ανακοίνωσε το όνομα του παιδιού (που σίγουρα θα ήταν αγόρι κατά την εκτίμηση της, ο γιος ο δικός της δε μπορεί να αστόχησε!). Εδώ (έτσι τυχαία) να σημειώσω ότι πεθερός και πεθερά τυχαίνει να έχουν το ίδιο ονοματάκι, ο κ. Μπουχλουμπής κι η κα. Μπουχλουμπού. Κι εννοείται πως η κοπέλα ήταν συνέχεια υπό στενή επιτήρηση. Να μην κάτσει χαμηλά, να μην ανέβει ψηλά, να μην κάνει δυο βήματα (ένα ήταν υπερ-αρκετό!), να μην κολυμπήσει, να φάει ντομάτες που έχουν λυκοπένιο (κι ας τις συχαίνεται), να μη φάει χταπόδι μπας και κολλήσουν οι βεντούζες στο μωρό κι έχουμε άλλα (που θα μας ακούσει κανείς γνωστικός και θα μας μπαγλαρώσει), και τα λοιπά και τα λοιπά. Ήμαρτον!

Την κατάσταση έσωσε κάπως το ότι από Σεπτέμβρη επέστρεψαν όλοι στις υποχρεώσεις τους και η κοπέλα έμενε κάμποσο μόνη. Και τότε καθόταν στο πάτωμα κι έκανε γιόγκα για να βγάλει το άχτι της. Μετά περπατούσε κανένα πεντάρι χιλιόμετρα για να αναζωογονηθεί. Ε, και στο τέλος έτρωγε ό,τι τραβούσε η ψυχή της. Αι σιχτίρ πια!
'Οπως αποδείχθηκε οι (κρυφές) της δραστηριότητες ουδόλως επηρέσαν αρνητικά την έκβαση της εγκυμοσύνης. Και κάπως έτσι πέρασε το φθινόπωρο, πέρασε κι ο χειμώνας, και δηλαδή θα είχε περάσει και η άνοιξη και το μωρό θα έβγαινε κατευθείαν για να πάει φαντάρος. Κάποια στιγμή όμως, ήρθε στο γιατρό μια αναλαμπή, "Σε ποιο μήνα είσαι;", ρωτάει την κοπέλα. "Στο δέκατο", του απαντάει αυτή.
Είχαν λίγο ξεχαστεί, όπως φάνηκε αργότερα αυτό δεν ήταν κακό, δεν είναι να ανυπομονεί κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις.
συνεχίζεται...
Πώς άρχισαν όλα*
10 Feb 2016 1:32 AM (9 years ago)

Ήταν νέα, ωραία δε θα την έλεγες, ούτε μοιραία. Σπούδαζε, είχε μια μεγάλη παρέα, περνούσε με λίγα λόγια ωραία.
Μια νύχτα καλοκαιρινή με ολοστρόγγυλο φεγγάρι ερωτεύτηκε σφόδρα! Γίνανε αμέσως ένα οι δυο τους. Στις σπουδές μαζί, στις διακοπές μαζί, στις βόλτες μαζί, στο σπίτι μαζί, στα ταξίδια μαζί. Και πέρασε ένας χρόνος, δυο χρόνια, τρία, πέντε, μια δεκαετία. Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός όταν τον απολαμβάνεις; Ώσπου δε μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή τους ο ένας δίχως τον άλλο. Η νέα (που δεν ήταν τόσο νέα πια, αλλά σάμπως είχε γίνει πιο ωραία) κι ο νέος μεγάλωσαν μαζί, έζησαν πολλά και πολύ έντονα, κι αποφάσισαν να ενώσουν τις (έτσι κι αλλιώς ενωμένες) ζωές τους με παπά και με κουμπάρα.
Χαρά που έκαναν οι γονείς τους! Την εξέφρασαν με τη μοναδική φράση "άντε, να χορέψουμε κι εμείς στο γάμο των παιδιών μας όσο ακόμα μας κρατάνε τα πόδια μας!"... Το ζευγάρι πέρασε πολύ ωραία εκείνη τη βραδιά, του έδωσε και το κατάλαβε με πολύ χορό και πολύ ποτό! Λιπόθυμο τον μάζεψε η νύφη τις πρώτες πρωινές ώρες τον γαμβρό.
Βέβαια, από την αμέσως επόμενη ημέρα ακουγόταν αδιάφορα (και καλά) η φράση "άραγε θα ζήσω εγώ να δω ποτέ εγγόνι;". Η νέα κι ο νέος (σχήμα λόγου πια) συνέχιζαν βέβαια στο ίδιο μοτίβο τη ζωή τους: ταξίδια, δουλειά, διακοπές, παρέες.
Και τότε έκανε κόντρα επίθεση η πεθερά! Έλεγε καθημερινά (και δεν είναι υπερβολή) φράσεις όπως "αν δεν ήθελες ακόμα παιδιά, ας παντρευόσουν κάποια μιρότερη!" ή "τι περιμένεις, λες και δεν ξέρεις πόσο χρονών είναι;", και φυσικά το αμίμητο "αυτής σε λίγο θα ατονίσει η μήτρα της!". Θεά η πεθερά! :) :)
Η νέα (που πραγματικά κόντευε πια να σιτέψει) γελούσε μέχρι δακρύων κι ο νέος ... πόση υπομονή έκανε αυτός ο νέος! Σάμπως θα έφταιγε η ωριμότητα που φανέρωναν οι γκρίζοι τους κρόταφοι...
Κάποια φορά, μετά από καμιά πενταετία, ένα ζεστό βράδυ με ολόγιομο φεγγάρι το ζευγάρι πήρε τη μεγάλη απόφαση (να σας το πω βέβαια ότι μιλούσε το αλκοόλ) και την έκανε την κουτσουκέλα. Α ρε, τι μας κάνουν εκείνα τα φεγγάρια!
συνεχίζεται...
* οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις
δεν είναι συμπτωματική
Έι, λώπα, λώπα!
8 Feb 2016 12:49 AM (9 years ago)
Χάθηκα... Κάνω παιδιά, δεν είναι αστείο! Φουσκώνω, γεννάω, ξεφουσκώνω, φουσκώνω ξανά, γεννάω, ξεφουσκώνω. Άργησα να μπω στην παραγωγή, αλλά αφού το άρχισα έπεσα με τα μούτρα! Με ό,τι καταπιάνομαι, έτσι είμαι εγώ...
Κι όλο λέω να βρω χρόνο να γράψω τις σκέψεις μου, αυτά που βλέπω, αυτά που ακούω, αυτά που με κάνουν να χαμογελάω, κι όλο ξαπλώνω και κοιμάμαι. Όταν βρίσκω χρόνο εννοείται... Ενδιάμεσα παίζω, μπουσουλάω, περπατάω, τρέχω, ταΐζω, και μαθαίνω. Κυρίως μαθαίνω! Να αγαπάω από την αρχή, να αγκαλιάζω, να παρηγορώ, να κάνω υπομονή, να βάζω στη σειρά τα καθημερινά και από τα υπόλοιπα να αξιολογώ ποια είναι τα σημαντικά.
Πηγαίνω και στη δουλειά βέβαια, αλλά αυτό δεν έχει πια τόσο ενδιαφέρον. Τα lego, αυτά είναι που έχουν τώρα ενδιαφέρον! Τα lego και πώς να φτιάξουμε τον πιο ψηλό πύργο. Έξτρα δυσκολία: πάνω-πάνω να στερεώσουμε όλα τα ζώα της φάρμας! Σημασία έχουν και τα play-mobile, και τα τρένα, κι οι σιδηρόδρομοι. Και ο Καραγκιόζης φυσικά! Έχουμε πάρει όλες τις φιγούρες, έχουμε διώξει τον καναπέ, έχουμε στήσει τον μπερτέ, και κάνουμε εντατικά σεμινάρια εκμάθησης κινήσεων και φωνών. "Έι, λώπα, λώπα!", διδάσκει ο (23 μηνών) γιος. Στο τέλος της ημέρας μας εξετάζει, όποιος κάνει λάθος μπαίνει τιμωρία: κατασκευές φρούτων με πλαστελίνη. Η μικρή νιαουρίζει για να μας υπενθυμίσει την παρουσία της κι ο αδελφός τής χώνει τον Κολλητήρη στη μούρη. Αδιάφορο του είναι που είναι μόλις 22 ημερών, ας παίξει!
Σημασία έχει να πάμε και βόλτα στην πλατεία. Αν τα καταφέρουμε και είμαστε όλοι μαζί ακόμα καλύτερα! Και να βάλουμε κέρμα στο γαϊδούρι που είναι δίπλα από το περίπτερο και τραγουδάει "Βγαίνει η βαρκούλα". Αλήθεια πώς σχετίζεται το γαϊδούρι με τη βαρκούλα; Θα μας απαντήσει ο γιος μια μέρα φαντάζομαι... Και να περάσουμε όλη η οικογένεια ξένοιστες Κυριακές με ωραίες μυρωδιές, όλη μέρα κατάχαμα στο χαλί.
Αναρωτιέμαι μόνο κάποιες φορές. Πώς άλλαξα έτσι; Εγώ που μιλούσα συνέχεια για θάλασσες, ταξίδια κι ωραία φαγητά, τώρα να μιλάω συνέχεια για παιδιά; 'Η μήπως με παιδιά; Μπα, ένα μικρό διάλειμμα κάνω, πού θα μου πάει; Θα μιλήσω ξανά για θάλασσες, ταξίδια κι ωραία φαγητά, μόνο που αυτή τη φορά θα έχω να τα μοιράζομαι με περισσότερους, μεγάλωσε η ομάδα μας! Έι, λώπα, λώπα!
Τα κόκκινα χείλη
29 Sep 2014 12:11 AM (10 years ago)
Επέστρεψα στην πόλη μου και τηλεφώνησα τις προάλλες σε μια φίλη από τα παλιά. Δεν ξέρω γιατί, μη με ρωτάτε. Θα είχα να την δω και 6 χρόνια, μπορεί και 10 να είχαμε να τα πούμε από κοντά, έφυγε, έφυγα, χαθήκαμε. Τέλος πάντων, της τηλεφωνώ, χαίρεται που με ακούει, κανονίζουμε συνάντηση για καφεδάκι.
Έρχεται η ώρα, φοράω εκεί κάτι απλό, πιάνω και τα μαλλιά μου έναν πρόχειρο κότσο (τώρα με τον μικρό έχει χαθεί η ανυσηχία του πώς φαίνομαι, έχω μόνιμα αυτή του δεν προλαβαίνω!), βάζω ένα σανδάλι (καλοκαίρι είναι), παίρνω και το παιδί τσαντάκι, τέλος πάντων πάω. Μετά από λίγο ήρθε, βλέπω το πόδι να βγαίνει από το αυτοκίνητο με τη γόβα του, ακολουθεί το υπόλοιπο με το μίνι του, να' σου κι ο κορμός με το κολιέ του.
"Όχι ρε γαμώτο", σκέφτομαι, "είχα ξεχάσει πόσο σένια ντύνεται αυτή η κοπέλα!" και με το ένα χέρι συμμαζεύω στα γρήγορα την προχειρότητα του κότσου. Στο άλλο κρατάω τον μικρό. Κοιτάω τα πόδια μου, έχω ξεχάσει αν τα νύχια μου παραμένουν βαμμένα, ευτυχώς είχαμε πάει σε έναν γάμο δεν πάνε 20 μέρες.
Κι εκεί που βάζω το παιδί για φοντανιέρα μπας και τραβήξει όλη την προσοχή, εμφανίζεται τσουπ και το πρόσωπο της γόβας. Ε, μα όλα τα υπόλοιπα ωχριούν μπροστά του! Δεν είναι η ομορφιά του, εντάξει δε λέω καλή είναι η κοπέλα, αλλά εκείνο το κόκκινο κραγιόν του. Ένα έντονα κόκκινο κραγιόν βαλμένο μάλλον στα χείλη, μα μου φαινόταν απλωμένο τουλάχιστον από το πιγούνι ως τη μύτη!

Εναέρια ματς μουτς, "Πώς είσαι my dear" της λέω, "Καλά ma cherie" μου απαντάει, "Από εδώ το άτομο", της λέω, "Όνομα και πράγμα", μου απαντάει. Και χαμογελάει. Νομίζω δεν υπήρχε δόντι που να μην είναι βαμμένο κόκκινο με εκείνο το ίδιο έντονο κραγιόν! Δεν ξέρω βέβαια να σας πω με σιγουριά για τους φρονημήτες... "Μπα σε καλό της", σκέφτομαι και πιάνω το παιδί να έχει πάθει ακαμψία. "Τι έχεις παιδί μου;", τον ρωτάω, μου ρίχνει ένα βλέμμα (7 μηνών άνθρωπος) όλο υπονοούμενα "Κλόουν είναι βρε μάνα η κιουρία;", μπερδεύτηκε γιατί έλειπε η μύτη.
Τέλος πάντων, πάμε σε μια μπρασερί. "Μεσιέ πιάσε 2 καπουτσίνο όνε ζάνε και 2 ζάχερ τόρτε να πάνε κάτω τα φαρμάκια", του λέω. Το παιδί είχε μείνει ακόμα να κοιτά μαγνητισμένο, σου λέει μην βγούνε τα τρικ και τα χάσω! "Με συμπάθησε αμέσως, ε;", με ρωτάει η κοπέλα και παρατηρώ πως λίγο από το κραγιόν βρίσκεται στο μικρό δαχτυλάκι του δεξιού της χεριού, "Έτσι είναι αυτός με τις κιουρίες", της απαντάω. Τι να της έλεγα δηλαδή; Πως το παιδί δεν είδε τόσο κόκκινο μαζεμένο ούτε το περασμένο Πάσχα;
Ξεκινάμε την κουβέντα για τα παλιά, για τα καινούρια, για τη δουλειά, για τη ζωή, για τον κάβουρα και το ζουμί του.
Μα σε λιγάκι το κραγιόν άρχισε να απλώνεται παντού, στο φλιτζάνι του καφέ, στο αφρόγαλο, στην πετσέτα, στο κουταλάκι, στο πιάτο, στην τόρτε... Κι ακόμα κατακόκκινα τα χείλη! Δεν έβλεπα πια τίποτα άλλο, μετά βίας μπορούσα να ανταπεξέλθω στη συζήτηση, συνεχώς αναρωτιόμουν πότε θα σταματήσει αυτό το κραγιόν να ξεβάφει και να βάφει. Αν ήταν κραγιόν τελικά...
Χαιρετηθήκαμε κι έμεινα να γελάω μοναχή μου, το άτομο με κοίταξε με απορία "Τι έγινε βρε μάνα, πότε έχασα το τρικ;".

Έρχεται κάποια στιγμή που αναζητάς το τηλέφωνο του πελαργού, μπορεί να φταίει που πλησιάζεις τα 35 (ή μήπως τα έχεις περάσει 3-4 χρόνια τώρα;), ή που έχεις βαρεθεί να ακούς εδώ και μια δεκαετία (πίσω από την πλάτη σου) να σε αποκαλούν "καημένη", ή που όλοι οι φίλοι σού δίνουν ραντεβού σε παιδότοπους μα δε σε συνοδεύουν ποτέ σε εκείνη την καινούρια μπυραρία, ή ακόμα που η κυρά-Απαυτούλα έκανε το τρίτο της παιδί, εσύ άκληρη θα μείνεις;
Και το καλείς το πτηνό, πολύ εξυπηρετικό δε μπορώ να πω, και πριν προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις χτυπά το κουδούνι, ανοίγεις την πόρτα, και το πλασματάκι το βρίσκεις στο πρώτο το σκαλί μέσα στο πανί να σε κοιτά σχεδόν παρακλητικά. "Πόσο πολύ μπορεί να μου αναστατώσει τη ζωή 50 πόντους πλασματάκι;", σκέφτεσαι και το παίρνεις μέσα. Βρε ταχύτητα ο άτιμος ο πελαργός!
Πριν να το ακουμπήσεις, χτυπά και πάλι το κουδούνι.
- Παρακαλώ!
- Από τη φορτωτική είμαστε...
- Δεν παρήγγειλα κάτι!
- Ανοίξτε παρακαλώ κυρία μου κι έχουμε κι άλλες παραδόσεις!
Ανοίγεις από περιέργεια κυρίως ορμώμενη.
- Τι κουβαλάτε παρακαλώ;
- Όσα δε φέρνει ο πελαργός!
- Δεν τα θέλω!
- Θα τα πάρεις!
- Άλλα λόγια πέστε βρε παιδιά, με το ζόρι τα προικιά;
Σε κοιτάνε λοξά και μπουκάρουν οι κύριοι με κούνιες, λίκνα, κουρδιστό κρεμαστό, θερμαντήρες, αποστηρωτήρες, μπανάκια, ρουχαλάκια, ριλαξάκια, αρκουδάκια, τζέτζελα, μέτζελα, και στο τέλος δεν έχεις χώρο ούτε να σταθείς.
- Υπογράψτε εδώ ότι τα παραλάβετε, επιστροφές δε γίνονται δεκτές άπαξ, αλέν ντελόν.
Και κλείνουν πίσω τους την πόρτα.
Πλασματάκι μια σταλιά και ζήτημα είναι αν έχεις πια ένα μέτρο ελεύθερο! Τι να το κάνεις βέβαια; Γιατί ακόμα μπορεί να μην το ξέρεις, αλλά η φορτωτική εκτός από το χώρο σου έκλεψε και τον χρόνο! Θέλεις να πάρεις τον πελαργό να παραπονεθείς, αλλά τώρα ο αριθμός είναι εκτός λειτουργίας. Περίεργα πράγματα, τις προάλλες με την πρώτη έβγαλες γραμμή!
Το πλασματάκι αρχίζει να κλαίει, κάνεις οχτάρια ανάμεσα στο χαμό για να το βρεις. Ταίζεις, αλλάζεις, κοιμίζεις, ταίζεις, κοιμίζεις, κοιμάσαι, αλλάζεις, ταίζεις, κοιτάς το ρολόι σου κι έχει κιόλας αλλάξει η εποχή. Άντε από εκεί καλέ, και δεν έχεις προλάβει να κάνεις ένα ντουζ της προκοπής! Κι ακόμη να βγάλεις γραμμή, βρε τον άτιμο τον πελαργό!
Και μια μέρα, ενώ πηδάς πάνω από ένα ξυλόφωνο και κατά λάθος πατάς έναν γαιδαράκο με μεγάλα αυτιά, βλέπεις σαν κάτι να έχει παραπέσει στο πλάι του καναπέ. Το σηκώνεις, ένα κουτί, αριθμός φορτωτικής τάδε, θα τους παράπεσε και τρεις μήνες να μην το έχεις δει! Το ανοίγεις και μετά από τόσο καιρό σταματάει ο χρόνος, παγώνει η στιγμή για μια στιγμή. Περιέχει γέλια και χαρές, φωνούλες και γαργαλητά, χεράκια που κρατάνε, ποδαράκια που κλοτσάνε, αγκαλιές, ματάκια φωτεινά. Κι ο χώρος ανοίγει ξανά κι ο χρόνος διαστέλλεται. Και σάμπως για πρώτη φορά δε θέλεις πίσω την παλιά σου ζωή. Γιατί δε μπορείς να καταλάβεις πια πώς μπορεί να έχει νόημα μια μέρα σου χωρίς χαμόγελα φαφούτικα πλατιά...
Πολυαγαπημένη μου αδελφή,
Μόλις πριν από λίγο εφτασα στον προορισμό μου μετά από περίπου 24 ώρες στο δρόμο. Όλα καλά, πες το στους γονείς να μην ανησυχούν. Νυσάφι πια με αυτήν την Κίνα! Εγώ άφησα την Ελλάδα για να ξενιτευτώ στην Ελβετία, μετανάστης με στυλ (και σεξ απίλ, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης) κι αυτοί οι σιχαμένοι οι εργοδότες μου, λες και το κάνουν επίτηδες, κάθε τρεις και λίγο με ξαποστέλνουν στην Κίνα. Βρε άι σιχτίρ, δεν τους μπορώ άλλους Κινέζους, κιτρίνισε το μάτι μου! Και το δέρμα μου! Γιατί ήλιος εδώ δε με βλέπει, τον έχει πάει περίπατο η μόλυνση. Βρε άι σιχτίρ! Τέλος πάντων, άλλα ήθελα να σου πω...
Πάω που λες στο αεροδρόμιο της Ζυρίχης στην ώρα μου, μια κυρία. Για να πνίξω τον πόνο μου έκανα λίγο σόπιν καθώς περίμενα, μη με ρωτάς δε θυμάμαι τι πήρα. Κι επίσης, δεν κράτησα την απόδειξη να δω αν πλήρωσα πολλά. Αρχίζει το μπόαρντιν, παίρνω τις σακούλες μου και πάω στο γκέιτ να κάνω τη δουλειά μου. Με φωνάζει μιαν ξυνούλα από το γκισέ, "Ωχ Παναγία μου, θα μου κρατήσουν τα ψώνια!", σκέφτομαι. Αλλά αυτή με ήθελε για να μου πει πως μόλις έγινα σίλβερ μέλος (εμ μανίτσα μου, έχω φάει τα πιλάφια με το κουτάλι εμένα που με βλέπεις!) και αναβαθμίστηκα σε μπίζνες θέση. "Ωωω, κυρία πρέσβυρα!", σκέφτηκα για του λόγου μου. "Μωρ' συ, θέλεις έξτρα λεφτά για αυτό;", την ρωτάω μετά. "Μα τι λέτε μάνταμ", μου λέει η ζουριχιανή, "ιτ ιζ φορ φρι". "Α, πες έτσι μαρή!", της λέω, και κοιτάω γύρω-γύρω μπας και στο πακέτο περιλαμβάνεται κι αχθοφόρος να μου κουβαλήσει τα πράγματα μέσα. Τζίφος!
 |
Business class seat |
Μπαίνω καμιά ώρα, κάθομαι σε θέση αεροπλανική. Καλέ όχι σαν αυτές που κάθεται η πλέμπα, ο λαουτζίκος, μιλάμε για άπλα! Τι να την κάνω τόση άπλα 1,50 μέτρο άνθρωπος είναι άλλη ιστορία. Και να τα δέρματα στα καθίσματα και να τα κουμπιά στα χερούλια και να τα άλλα κουμπιά σε ένα κομοδίνο που είχε στο πλάι και να το τραπεζάκι τραπεζαρία! Βρε ξέρεις τι είναι να μη δίνεις εκείνη τη σιωπηλή τη μάχη με τον διπλανό σε ολόκληρη την πτήση για το ποιος θα ακουμπήσει το χέρι του στο μπράτσο ενδιάμεσα στα καθίσματα; Βρε άι σιχτίρ τόσο καιρό, βαρέθηκα να παλεύω 12 ώρες πτήση! Τώρα έχω δυο μπράτσα όλα για πάρτη μου! Και κομοδίνο για τα φιστίκια (αυτό κάνει και για δίπλα από τον καναπέ στο σπίτι, το δοκίμασα αν βγαίνει, ήταν όμως μονταριμένο). Θρωνιάστικα η δικιά σου...
Μέχρι τα σούξου, τα μούξου, έτσι βγαίνουν οι μάσκες κι αλλιώς φοράτε τα σωσίβια, είπα να μελετήσω τα κουμπιά. Πολύ κουμπί αδελφούλα μου! Και ιν και άουτ και απ και ντάουν, και μασάζ φιρμ και μασάζ σοφτ! Ένα πράμα μιλάμε, άλλο πράμα! Να παρατήσω το σπίτι μου να πηγαίνω δόθε κείθε με τούτο το αεροπλάνο! Μόνο που δε διευκρίνισα με τη ζουριχιανή αν η αναβάθμιση είναι για φορ έβερ. Τέλος πάντων, αυτή η πολυθρόνα και ξαπλώνει κι απλώνει. Τώρα μάλιστα! Θυμάσαι που σου έλεγα πως είχα πρόβλημα να κοιμηθώ στις πτήσεις; Ε, σε αυτήν δεν είχα. Την έριξα την πολυθρόνα πίσω, τ' ανάσκελα η δικιά σου, κι έριξα έναν ύπνο να βάλω και στα μπαντζάκια μου!
 |
Business class snack @ Swiss Air |
Όχι καλέ, δεν κοιμόμουν σε όλη την πτήση! Ενδιάμεσα έτρωγα. Να τους προσβάλω τους ανθρώπους; Τόσες ετοιμασίες! Και καθώς φύγαμε κατά τις 12 το μεσημέρι από τη Ζυρίχη, και στην υψηλή την κοινωνία δεν είναι ώρα ούτε για μπρέκφαστ ούτε για λάντς, μας σέρβιραν ένα ελαφρύ σνακ. Καρπάτσιο χοιρινού σου λέει, με μια ελαφριά σαλάτα. Και με μεταλικό κέτλερι, να μην προσπαθείς να κόψεις με εκείνο το πλαστικο-μάχαιρο να σου μένει το μισό στο χέρι! "Μωρ' τσουράπω", λεω σε μια ξερακιανή, "τα ποτά είναι ινκλούντιντ στην τιμή;", μου έγνεψε καταφατικά και πήρα κι ένα κρασάκι. Αυτά είναι αδελφούλα μου μεγαλεία. Έτσι μάλιστα, ταξιδεύω στην Κίνα. Κι επιστρέφω αυθημερόν!
Μετά έκανα λίγο μασάζ σοφτ γιατί είχα κάτι σφάχτες χαμηλά στη μέση, πέρασε λίγο η ώρα, κι ήρθε η ξερακιανή να με ρωτήσει για το μεσημεριανό. "Τι θα πάρει το κυρία;", μου λέει, "Τι προσφέρει το κατάστημα;", της λέω. "Έχει σελέξιον ανάμεσα σε κρεατικό και βετζετέριαν πιάτο", μου λέει, "Πιάσε ένα κρεατικό να λιγδώσει το έντερο μας", της λέω, "γιατί στην Κίνα ένα μήνα θα την εβγάλουμε σπαρτιάτικη". Φεύγει η ξερακιανή, κάνω το κάθισμα απ, κοιτάω και το μενού που ήταν μπροστά μου να δω τι παρήγγειλα και βλέπω "special veal από super duper chef", θα φάμε καλά σκέφτομαι. Έρχεται πάλι μετά από λίγο η τσουράπω, "Μας τελείωσε το βιλ", μου λέει, "Τα λεφτά μας πίσω", της λέω. Τι να έκανα αδελφούλα, τσαμπουκά; Καμώθηκα κι έφαγα το βετζετέριαν. Καλό ήταν, παράπονο δεν έχω.
 |
Tea time @ Swiss Air |
Πάλι καλά που δεν τους αποτέλεψε και το γλυκό να έχουμε άλλα! Μου έφεραν πολύ πρώτο πράμα, σε ποτήρι, φρεσκότατο. Ούτε στου Zonar's τέτοια χλιδή! Και σελέξιον με τσάγια. Το απόλαυσα όλο αυτό, ενώ έβλεπα μια ταινία με σωρώπια στην οθόνη μπροστά μου...
Μετά έκανα την πολυθρόνα μπεντ και τον πήρα λίγο. Είχα ξυπνήσει κι άγρια χαράματα ντε για να είμαι στην ώρα μου στο αεροδρόμιο....
Αργότερα ήρθε κι άλλο αφέψημα με άλλα γλυκά, έκανα φιρμ μασάζ, κοιμήθηκα, έκανα ακόμα ένα σοφτ μασάζ, λαγοκοιμήθηκα, πέρασαν κάμποσες ώρες.
 |
Breakfast @ Swiss Air |
Εντωμεταξύ, εκεί ανατολικά που πηγαίναμε ήταν κιόλας πρωί της άλλης μέρας, ώρα για μπρέκφαστ δηλαδή. Μας έφεραν, που λες, και το φρεσκοστημένο χυμό πορτοκάλι μας και τα τυριά μας και τα φρούτα μας. "Βρε φάε", σκέφτηκα, "τώρα που τα βρήκες, γιατι στην Κίνα έχει να πέσει πάλι πολύ
κοτοπόδαρο!". Αααα, όλα κι όλα πολύ το ευχαριστήθηκα!
Χουζούρεψα μετά λιγουλάκι με το κάθισμα να είναι σε λάουντζ θέση και κάποια στιγμή φτάσαμε στο Πεκίνο. Τι το θέλαμε; Από την ηρεμία που απολάμβανα βρέθηκα στον κίτρινο χαμό! Έτρεξα ανάμεσα στο πλήθος, είχα και τις βρωμοσακούλες να σέρνω, ευτυχώς το γκέιτ για την επόμενη πτήση ήταν κοντά. Έπιασα καρέκλα σε γωνία να μην ακούω και να μη βλέπω. Όσο γίνεται βέβαια αυτό όταν κάποιος είναι στην Κίνα...
Ήρθε η ώρα του μπόαρντινγκ, πάω στην ουρά, "Παρακαλώ περάστε μπροστά", μου λένε, "έχετε πρώτη θέση". "Ααα, ιτ ιζ μάι λάκι ντέι!", σκέφτομαι. Τελικά διαπίστωσα πως μου είχαν κάνει κράτηση από την εταιρία σε πρώτη κλας γιατί δεν είχε άλλες θέσεις αβέιλαμπλ η πτήση... Τι με ένοιαζε;
Επιβιβάζομαι, πάμε πάλι δέρμα, κουμπάκια απ και ντάουν, κομοδίνα, και δε συμμαζεύεται! Αλλά αυτά πια δε μου έκαναν εντύπωση αγαπητή μου, τι είμαι καμιά λαΐκιά (τρομάρα μου!); Βολεύτηκα, ηρέμησε το κεφάλι μου, αυτό είναι πολύ σημαντικό να το καταφέρεις άμα βρίσκεσαι σε τούτη τη χώρα του χαημού... Αχ, μανούλα μου και πώς περνάει ένα μήνας (αυτό μην το πεις στη μαμά!);
 |
Lunch @ Air China |
Κι έρχεται η ώρα του μεσημεριανού. Κι ενώ είμαι στην πρώτη θέση (μην το ξεχνάς αυτό), εδώ δεν έχει σελέξιον και πράσινα άλογα, κινέζικη εταιρία γαρ κι ό,τι έφτιαξε ο Κινέζος σεφ (ο Θεός να τον κάνει) αυτό θα φας και καλύτερα να μην ξέρεις τι είναι! Και μου φέρνουν αδελφούλα μου αυτό που σου στέλνω στη φωτογραφία. Μπορείς βέβαια με ευκολία να καταλάβεις πως μοιάζει το φαγητό που βγάζουν στην τουριστική τη θέση... Α, κι αυτό στο μπολ πάνω δεξιά που το βλέπεις δεν είναι κεφάλι σκόρδο, μην μπερδευτείς, κάτι ψωμάκια (λέμε τώρα) ήτανε, ένα με γέμιση χόρτων, ένα με γέμιση ψαριού, κι ένα ακόμα που δεν κατάλαβα τι είχε μέσα. Μωρέ καλύτερα να ήτανε σκόρδο που είναι κι απολυμαντικό! Άι σιχτίρ είπα;
Αααχ, και στην πρώτη θέση ήμανε και κατ' ευθείαν να μου θυμίσουν πού πάω η ευρωπαία! Δε με άφηναν ακόμα ένα 2/ωρο να ζω με ψευδαισθήσεις; Τέλος πάντων, με αυτά και με εκείνα φτάσαμε. Μπορώ να φύγω τώρα; Βρε άι σιχτίρ εδώ που με στέλνουνε κάθε φορά! Άσε που μόλις έμαθα ότι τα άτομα στην εταιρία δε μιλάνε Αγγλικά! Μαύρη συνεννόηση δηλαδή... Να δω ποιος θα μου εξηγεί τι να μην τρώω!
Πες στους γονείς χαιρετίσματα, όλα καλά να τους πεις, δείξε τους και τις φωτογραφίες (εκτός από την τελευταία), κι όταν η μαμά πάει στην εκκλησία ξέρει αυτή πες της.
Σας φιλώ και σας αγαπώ όλους,
Κατερίνα.

Ούι, ούι, ούι, μια ολόκληρη γαλοπούλα κατάπια, τόσες μέρες πέρασαν κι ακόμα ολόκληρη τη βλέπεις στην κοιλιά μου. Έφαγα, έφαγα, έφαγα, θα έσκαγα στο τέλος η γυναίκα! Η ξαδέλφη μου με είδε και αναφώνησε "τσίτα-μπόμπα"! Μετά κοιτάξαμε προσεκτικά την κατάστση του αφαλού, οριακά ακόμα τον λες προς τα μέσα πως είναι.
Αλλά για στάσου, μπας και δε φταίει το φαγητό; Εδώ που τα λέμε, και μεταξύ μας να μη μείνει δε με πειράζει, δεν ήταν και τόσο μεγάλο το πτηνό! Άσε που για κότα μου το έδωσε η θεια-Γιαννούλα. Τι ψυχή έχει ένα κοτερό; Και μάλιστα ψητό! Αλλά από την άλλη το νούμερο στη ζυγαριά αυξάνει συνεχώς κι η μέση μου (που μόνο μέση δεν τη λες πια) όλο και φαρδαίνει! Φτάσαμε να χρειάζομαι για να τυλιχτώ ένα μέτρο, πάλι καλά που η μεζούρα έχει ως το ενάμισο και πάλι χαλαρή την έχω.
Τέλος πάντων, στις γιορτές κυρίως τρώγαμε. Από παιδί θυμάμαι το είχαμε στην οικογένεια μου αυτό το ... χόμπυ να το πω; Πρώτα άγχος για το τι θα φάμε και μετά άγχος για το πώς θα χωνέψουμε αυτό που φάγαμε. Όλες τις μέρες. Όλες τις γιορτές. Και δώστου να στίβουμε λεμόνια μετά. Και να περιφέρουμε το βαρυφορτωμένο μας στομάχι από καναπέ σε κρεβάτι και πουθενά να μη βολεύεται. Το σκασμένο το στομάχι! Και είναι ντροπής πράγματα στην οικογένειά μου να μην ασχοληθούμε με το φαγητό! Άγιες μέρες που είναι...
Για να μη μας νομίσετε μονόχνωτους, το έτερον μου ήμυσι κι η μούρη μου έχουμε κι άλλα ενδιαφέροντα. Ενίοτε. Οπότε το ψάξαμε λίγο κι είπαμε να πετάξουμε και κανένα ξεροκόματο στο πνεύμα μας. Ακαδημαϊκοί πολίτες γαρ. Ίσως πάλι να το κάναμε για να γλιτώσουμε κανένα γεύμα, αυτό μεταξύ μας να μείνει. Τελικά και στο Μέγαρο πήγαμε και στο Εθνικό πήγαμε και σε 1-2 άλλα θεατράκια πήγαμε και το μπαλέτο μας το είδαμε και στο McArthurGlen ξεδώσαμε. Αμ πώς;
Καλά, το Μέγαρο μεγάλη επιτυχία! Ψηλοτάβανο, με τους πολυελαίους του, τα φουαγιέ του, τα χαλιά τα πέρσικα, τα πατώματά του. Μετά βγήκαν βέβαια 2 κυρίες με τουαλέτες και 2 κύριοι με μεγάλες κοιλιές κι άρχισαν να φωνάζουν στα αγγλικά. Μόνο το "αλληλούια" κατάλαβα. Καλά μωρέ, δε βαριέσαι, να βγαίνει το μεροκάματο. Πήρα κι ένα σάντουιτς με καπνιστό σολωμό στο διάλλειμα και πέρασε η ώρα.
Και τέλος πάντων, τα υπόλοιπα δε μου έκαναν τόση εντύπωση όσο το μπαλέτο. Το παραμύθι των Χριστουγέννων και πράσινα άλογα! Εγώ κάτι κορμιά σαν σπαθιά έβλεπα και δε μπορούσα να ξεκολλήσω το βλέμα μου! Τι έκαναν οι άνθρωποι! Και μετά κοιτούσα την κοιλιά μου και έβαζα τα κλάμματα. "Συγκινήθηκες, ναι;" με ρώτησε το έτερον μου ήμυσι. Γύρισα, είδα και την δικιά του κοιλιά και ξέσπασα σε λιγμούς...
Ευτυχώς που η πεθερούλα μας επανέφερε σε τάξη! "Τι θέλετε αυτές τις χαζομάρες και πετάτε τα λεφτά σας;", μας είπε με όλη την
σοφία που την διακρίνει. "Να με πάτε στο εκπτωτικό χωριό, να δείτε μεγαλεία", αποφάσισε. Ε, την πήγαμε κι εμείς κι ήρθαμε στα συγκαλά μας. Αυτό είναι το παραμύθι των Χριστουγέννων! Οι μουσικές και τα θεάματα είναι τελικά μικρά πράγματα. Άμα δε δεις την εξηντάρα με το μάτι τσίτα (το ένα γιατί στο άλλο δεν έπιασε η ένεση), άμα δεν ακούσεις 20 πιτσιρίκια να ουρλιάζουνε ταυτόχρονα (για φρόζεν γιούγκαρτ ήτανε;, ψέματα θα σας πω), άμα δε φας μπριός (με πατέ, πατέ, πατέ), πού πας βρε κακομοίρη; Α, τα της κουλτούρας να τα λέμε! Ακαδημαϊκοί πολίτες γαρ.
Με αυτά και με τα άλλα παράπονο δεν έχω κανένα, γεμάτες ήταν οι γιορτές. Γεμάτες κι οι κοιλιές. Και οι πιστωτικές! Καλά, για το πνεύμα δεν το συζητώ! Στο τέλος, το άτομο στην κοιλιά μου άρχισε να με κλωτσά. Το κοτόπουλο της θειας-Γιαννούλας θα φταίει, σκέφτηκα στην αρχή, αλλά μετά κατάλαβα πως άλλο ήθελε να μου πει. Αααα, δε θα μας κάνει κουμάντο ένας σπόρος!

Σας έχασα, με χάσατε, τι να τα ψάχνουμε τώρα... Τι έγινα; Έλα μου ντε! Το θέμα είναι πως περνάει ο χρόνος χωρίς να το καταλαβαίνω. Αλήθεια πού πάει;
Κι εγώ να κουτσοδουλεύω, να κουτσοφτιάχνω το σπίτι, και να κουτσοφουσκώνω. Αυτό το τελευταίο είναι πολύ σχετικό. Τι να πω; Ίσως να φταίει αυτό που λένε 'pregnancy mind', τουτέστιν το χάνω σιγά-σιγά και ούτε που το καταλαβαίνω. Το χάνω κι αν το ματαξαναβρώ σφυρίχτε μου κλέφτικα!
Πάλι καλά που τις τελευταίες μέρες έχω ανακάμψει αποφαστιστικά στην κουζίνα, φτιάχνω χριστουγεννιάτικα γλυκά και νιώθω δημιουργική. Βέβαια, τώρα που το σκέφτομαι, κυρίως ψάχνω συνταγές για χριστουγεννιάτικα γλυκά. Μα με προοπτική να τα φτιάξω! Λέμε τώρα...
Κατά τα άλλα, έχω ένα φούσκωμα! Κι όλοι λένε "Καλή είσαι και πού είσαι ακόμα!"... Δεν τους πιστεύω! Μόνο ο τύπος στο καφεκοπτείο εχθές ήταν ειλικρινής μαζί μου που μόλις με είδε αναφώνησε "Πώς έγινες έτσι;". Αυτό μάλιστα είναι μια σωστή αντίδραση. "Πώς έγινα άνθρωπε μου άστα βράστα, και πού είσαι ακόμα!", του απάντησα.
Ευτυχώς βέβαια που εκτός από το μυαλό μου, τη μέση μου, τις μπούκλες μου και τον αφαλό μου, τα υπόλοιπα φαίνεται να είναι όπως πρώτα. Το μέγεθος της μέσης είναι όμως σχετικό, γιατί εγώ ακόμα μέση δαχτυλίδι λέω πως έχω, αν είναι αυτό του βαρελιού υπάρχει κανένα πρόβλημα; Αλλά από την άλλη, τόσα χρόνια αχτένιστη, είναι ποτέ δυνατόν να εμφανίζομαι τώρα καθημερινά σαν τη Ζωζώ; Δηλαδή να αποφεύγω τον καθρέπτη ένα πράγμα γιατί κάθε φορά νομίζω πως μου έκανα διάρρηξη! Ο αφαλός δε με νοιάζει να είναι ρηχός, μόνο που με τρώει η ανησυχία μην λυθεί (όπως οι Γαλάτες μην τους πέσει ο ουρανός στο κεφάλι) και είναι δύσκολο (ή αδύνατο;) να με πείσει κάποιος για το αντίθετο.
Ευτυχώς που άμα έχω πολλές-πολλές ανησυχίες τρώω καμιά κλωτσιά εκ των έσω και συνέρχομαι! Φαίνεται για αυτό έχουν εφευρεθεί εξαρχής οι κλωτσιές εκ των έσω, για να φέρνουν στα συγκαλά τους εμάς με το 'pregnancy mind'. Ποιος να ξέρει...
Τι άλλα; Δεν έχω φτιάξει το παιδικό δωμάτιο ακόμα, δεν έχω ψωνίσει τα μωρουδιακά ακόμα, δεν έχουν έρθει Χριστούγεννα ακόμα. Αλλά καλύτερα, για τίποτα δεν είμαι έτοιμη ακόμα! Ούτε χριστουγεννιάτικο δέντρο δεν έχουμε στολίσει! Μα επιτέλους δηλαδή! Θα αναγκαστώ να κάνω το κλασσικό, να παραγγείλω πίτσες και να φωνάξω τους συναδέλφους για τη βρωμο-δουλειά. Το μυστικό είναι οι πίτσες να ψήνονται ακόμα μόλις φτάσουν, αλλιώς το δέντρο μένει στη μέση. Για το αποτέλεσμα φυσικά μη με ρωτάτε, το φαντάζεστε... Καλέ όχι για τις πίτσες, ούτε ψίχουλο δε μένει, για το δέντρο!
Φτάνει και η πεθερούλα μεθαύριο και θα μας πιάσει στα πράσα! Ευτυχώς που παίζει μπόλικος κουραμπιές, που πολύ της αρέσει, και θα τις ρίξουμε άχνη στα μάτια... Και με την πεθερούλα τριγύρω, ξέρετε τώρα εσείς, ετοιμαζόμαστε να ζήσουμε μεγάλες στιγμές!Πάλι... Τουτέστιν βόλτες, φρου-φρου, κι αρώματα.
Αχ καλέ μου γέρε χρόνε δώσε μου μια πίστωση, ευκολίες πληρωμής, πώς αλλιώς να στο πω;

Από την αρχή της ανθρωπότητας (δεν ήμουν εκεί, μα μου το έχουν πει!), οι γυναίκες ανά την υφήλιο νοιάζονται για την εμφάνισή τους. (Καταγεγραμμένο είναι αυτό κι αντιρρήσεις δε θέλω!) Έφτιαχναν φορέματα με τομάρια στην αρχή, χιτώνες ύστερα, έβαζαν χρώματα σε μάγουλα και σε χείλη (α, τις Σαλώμες!), κρεμούσαν στολίδια στο λαιμό και κοσμούσαν τους καρπούς (ντράγκα ντρουγκ τα βραχιολάκια). Κομψές κι όμορφες οι γυναίκες, κυνηγοί και δημοκράτες οι άντρες.
Κατά το πέρασμα των αιώνων, οι ιστορικές συγκυρίες (τουτέστιν, αν δεν έχουμε να φάμε τι να το κάνουμε το παντεσπάνι;) διαμόρφωναν άλλες κουλτούρες για τη μόδα και το στυλ. Σε μια εποχή που οι περισσότερες γυναίκες ήταν αγρότισσες, οι αριστοκράτισσες μόνο είχαν το χρόνο και τη διάθεση να ασχοληθούν με τη μόδα. Κι επειδή έτσι τις βόλευε (εμ, χαζές μια φορά δεν ήταν!) καθιέρωσαν το λευκό στην επιδερμίδα και το πληρωθικό στους γοφούς. Ταίριαζε άλλωστε αυτή η εικόνα με τα σαλόνια με τις βαριές κουρτίνες όπου σύχναζαν, και τα λουκούλια γεύματα που συχνά παράθεταν. (Με λίγα λόγια, ποιος τις υπολογίζει τις πληβείες;) Καθώς οι γυναίκες περνούσαν από την αγροτική στην αστική ζωή, καθώς η ανέχεια έδινε τη θέση της στο πλουραλισμό, το ηλιοκαμένο δέρμα (από τον καυτό ουρανό της Λούτσας τότενες) και το σώμα που αδυνάτιζε (όλοι είχαν πια φαγητό, δε χρειάζόταν να φαίνεται στο μπράτσο τους!) πέρναγαν στο προσκήνιο.
Με αυτά και με τα άλλα, φτάσαμε στη σύγχρονη εποχή. (Όπου και μπορώ να σας τα πω από προσωπική εμπειρία τα πράγματα!) Σε μια εποχή που στυλ είναι το τατουάζ στο αυτί του Λάκη, η πλαστική στο στήθος της Τζένης και το λίφτινγκ στο μούτρο της Τατιάνας. Τη σήμερον ημέρα που λέτε αγαπητοί μου, δε μπορείς να προχωράς και χλάπα της χλούπα της να περισσεύουν πάνω σου ρούχα ή άλλα, άντε μην ανοίξω τον στόμα μου! Η σύγχρονη μόδα επιτάσσει να φοράμε ρούχο σε νούμερο -8! Κι εννοείται πως μετά αφιερώνει τηλεοπτικό χρόνο στη σύγχρονη μάστιγα της εποχής, τη νευρική ανορεξία.
Και τέλος πάντων, ενώ εγώ το καλοκαίρι φοράω μπικίνι που κάπως τσιτώνει στο γοφό, η μάνα μου μού ψήνει μουσακά. Η ομορφιά είναι βέβαια υπόθεση υποκειμενική, μα θέλω επιτέλους να μάθω το τι στ' αλήθεια μου συμβαίνει! Να μουγκανίσω δηλαδή ή να πάρω πολυβιταμίνες; Αυτά τα αντιφατικά μηνύματα πάντα μου δημιουργούσαν μια κάποια σύγχιση...
Νομίζω λοιπόν, πως είναι η ώρα να αφήσουμε την ιστορία της ανθρωπότητας (πρόφαση ήταν άλλωστε, ποιος νοιάστηκε στ' αλήθεια;) και να πιάσουμε τη δικη μου. Από την αρχή!
Ως παιδί ήμουν πάντα καλοφάγανο και στρουμπουλό. Οι γονείς (κι ο περίγυρος αν είχε τα θάρρητα) μου τόνιζαν με κάθε ευκαιρία πως πρέπει να αδυνατίσω. Ενώ η μάνα μου ξεφούρνιζε με κάθε ευκαιρία (και χωρίς) σπανακόπιτες, καρυδόπιτες, κουλούρια, και δε συμμαζεύεται πασπαλισμένο με λιπαρά και θερμίδες. Στη μεγάλη λαμαρίνα! Μα πάντα σπιτικό, όχι τίποτα βλακείες απ' έξω!
Πήγα γυμνάσιο μετά και κάπως άρχισα να ντρέπομαι γιατί το τζην μου ήταν κάπως μεγαλύτερο νούμερο από αυτό των άλλων παιδιών. Δεν έγινε και κάτι θα μου πείτε. Έλα όμως που μου το επεσήμαναν οι γονείς σε κάθε ευκαιρία! Μετά βέβαια μου έφερναν κέικ την ώρα που διάβαζα γιατί η ζάχαρη βοηθάει στη συγκέντρωση.
Μπερδευόμουν το λοιπόν η νεαρά η κορασίδα. Δεν υπήρχε τότενες βλέπετε και το TLife να στείλω την απορία μου στους ειδικούς να βρω μιαν άκρη. Θα τους έγραφα κάτι σαν: "Αγαπητοί μου, όλοι με λένε στρουμπουλή, μα με ταΐζουν κάμποσο. Πείτε μου τι να κάνω; Στη στήλη σας θα με κατατάσσατε ως αγελάδα ή μήπως θα βάζατε έναν ειδικό να μου πει για τη νευρική ανορεξία; Αυτά τα αντιφατικά πάντα μου δημιουργούν μια κάποια σύγχιση..."
Τέλος πάντων, φοιτήτρια έφυγα από το σπίτι με την αυτοπεποίθηση μου να παριστάνει τη σφουγγαρίστρα. Ένα καλοκαίρι γύρισα στη μάνα μου με 28 κιλά λιγότερα. (Σάμπως ο έρωτας έφταιγε, ή να ήταν που δε χόραγε λαμαρίνα στο μικρό μου το φούρνο;) Έχασε το χρώμα της η μάνα μου και για πρώτη φορά στη ζωή μου τη θυμάμαι να μη μιλάει. Ο πατέρας μου μού έστιψε έναν κουβά πορτοκάλια σε χυμό κι ενώ περίμενε να τον πιω ξέθαβε κάτι αποκόμματα για να μου διάβασει τι είναι η νευρική ανορεξία. Ήταν ενημερωμένος άνθρωπος, όχι κανένας αναχρονιστικός! Του είπα για το BMI μου και τον διαβέβαιωσα για την καλή μου υγεία, αλλά μετά μου έφερε ένα ποτήρι γάλα και δυο φέτες ψωμί με μέλι.
Πέρασαν τα χρόνια, έβαλα πίσω 3-4 κιλά, κάπου εκεί τα βρήκαμε. Ή τέλος πάντων στο περίπου...
Δέκα και χρόνια έχουν περάσει από τότε. Οι γονείς πιστεύουν πως τρώω λίγο αν δε δεχτώ συμπλήρωμα στο πιάτο ή τουλάχιστον ένα γλυκάκι μετά το φαγητό. Πάντα έχουν εύκαιρο εντωμεταξύ το απόκομμα για τη νευρική ανορεξία. Έτσι για να με κρατάνε σε εγρήγορση. Και στην τηλεφωνική μας επικοινωνία, η κουβέντα περιστρέφεται γύρω από τις ερωτήσεις "Τι έφαγες σήμερα; Και για βραδινό;" και την παρατήρηση "Δεν τρως όμως καθόλου φρούτα!".
Η πεθερούλα βέβαια, κάθε που με βλέπει, μου ζητάει να κάνω μια στροφή. Με κοιτάει διεξοδικά, ειδικά από πίσω (εκεί τα παίρνω τα άτιμα που δε μπορώ να ρουφιχτώ!), κι αποφαίνεται "Καλή είσαι τώρα, μην πάρεις κιλά". Αυτό τις περιόδους που οι γονείς ιδανικά θα ήθελαν να με μπουκώνουν διπλή μερίδα. Ή "Έχει τσιτώσει το παντελόνι, αν έχανες λίγο θα σου έστρωνε καλύτερα". (Ούτε προπονήτρια μου στην ενόργανη να ήτανε!) Αυτό όταν οι γονείς χαμογελούν ικανοποιημένοι γιατί "έστρωσε το μούτρο μου". Όταν παντρεύτηκα δε, αμέσως μετά την ευχή της, μου έδωσε την πολύτιμη συμβουλή (ή μήπως να ήταν απειλή;) να μην αφεθώ κι απλώσω.
Και τέλος πάντων, ενώ η μάνα μου μού ψήνει μουσακά, σε μια εβδομάδα από τώρα είναι ο γάμος του κουνιάδου κι εγώ έχω να κάνω στροφή. Η ομορφιά είναι βέβαια υπόθεση υποκειμενική θα μου πείτε, μα θέλω επιτέλους να μάθω το τι αλήθεια μου συμβαίνει! Να μουγκανίζω ή να παίρω πολυβιταμίνες; Αυτά τα αντιφατικά μηνύματα πάντα μου δημιουργούσαν μια κάποια σύγχιση... Κι είναι κι αυτός ο μουσακάς που μου έχει σπάσει τη μύτη!
* Το παρόν κείμενο αποτελεί πόνημα της φαντασίας μου. Οποιαδήποτε ομοιότητα με τα λεγόμενα της πεθερούλας (δεν) είναι τυχαία.
Οι μανάδες (ενίοτε και οι πατεράδες) έχουν κάποιες φορές (ή μήπως όλες;) έναν μοναδικό τρόπο για να 'πουν' τη γνώμη τους. Μόνο να την πουν; Για να την πουν; Χμ, η ιδέα είναι πως δεν πρόκειται να σταματήσουν μέχρι να το πάρεις απόφαση και να κάνεις (επιτέλους βρε παιδί μου!) αυτό που σου 'προτείνουν'.
Όταν η 'γνώμη' (για το ίδιο πράγμα!) συνεχίζει να λέγεται κάπου δέκα χρόνια, δυο πράγματα (τουλάχιστον) μπορείς να συμπεράνεις (πέραν πάσης αμφιβολίας): 1. Το παιδί έχει αιωνόβια υπομονή (μπορείς να το πεις και γαϊδούρι, επιτρέψτε μου την έκφραση) και 2. Η μάνα (που δεν το βάζει ποτέ κάτω) θα βρει 10+1 τρόπους για να πει αυτό που έχει να πει (πού θα πάει; κάτι από όλα θα πιάσει!)
Οπότε (τυχαίο παράδειγμα), συνήθως ξεκινάει από κάτι απλό σαν
"Εσείς πότε θα κάνετε ένα παιδάκι;"
Πασάρει εαυτόν με ευρύτητα αντίληψης ξεστομίζοντας το
"Αν θέλετε να κάνετε παιδάκι εκτός γάμου, κάντε το, εγώ δεν έχω κανένα πρόβλημα!"
Συνεχίζει, επιστρέφοντας από μια τυχαία βάφτιση, με το
"Εγώ άραγε θα αξιωθώ ποτέ να ζήσω τέτοιες χαρές;"
Ανοίγει τα χαρτιά της σε άσχετη στιγμή (κι ενώ συνήθως σιδερώνει) λέγοντας το
"Όποιος από τους δυο σας κάνει πρώτος παιδί θα μου τα πάρει όλα!"
Κι αφού παρεμβάλλει (με τυχαία σειρά) το δήθεν αδιάφορο, με το ανοιχτόμυαλο, το παραπονιάρικο και το σκληρό στυλ σε κάθε ευκαιρία για μερικά χρόνια, περνάει (τι άλλο να κάνει η έρμη η μάνα;) στα πιο εφευρετικά.
Επιστρέφει από μια επίσκεψη και λέει τα νέα
"Είχα πάει στη φίλη μου την Αφρούλα. Ο γιος της, πολύ καλό παιδί, ξέρεις που έχει παντρευτεί την Απαισιότατη, όλο προβλήματα έχουν με τη γυναίκα του. Δύσκολο πράγμα οι σχέσεις... Εσείς που τα πάτε τόσο καλά, γιατί δεν κάνετε ένα παιδί;"
Δοκιμάζει το παστίτσιο που έφτιαξε η νύφη και το παίζει υπερήφανη
"Μμμμ, πολύ νόστιμο! Εσύ παιδάκι μου έχεις χρυσά χεράκια, πότε θα κάνετε ένα παιδί να γευτεί τα καλούδια που φτιάχνεις;"
Επιστρέφει μετά από 1 μήνα διακοπές στο εσωτερικό (και το εξωτερικό!) με χρώμα λατίνας και δήθεν απολογείται
"Τι να κάνω; Πάω για να διασκεδάσω, να ξεφύγω λίγο από τα καθημερινά, να ξεχαστεί το μυαλό μου. Στερήθηκα τόσα χρόνια, δεν υποχρεώνομαι και σε κανέναν για να κάνω μια βόλτα, έχω κάνει τα κουμάντα μου. Αν είχα εγγόνι τι να τις έκανα εγώ τόσες καταθέσεις;"
Βλέπει 'Πάμε Πακέτο' και ζει τις στιγμές
"Είδες, είδες (σνιφ-σνιφ-σνιφ), η μεγαλύτερη χαρά στη ζωή είναι να κάνεις παιδιά. Εσείς πότε είπαμε πως θα κάνετε τα δικά σας;"
Βλέπει 'Ανίτα SOS' και ζει τον πόνο του άλλου
Κοίτα πώς μπορεί να καταντήσει ο άνθρωπος, να ψάχνει παρέα μέσα από μια εκπομπή, ενώ αν είχε τα παιδιά του... Εσείς έτσι θα καταντήσετε;
Επιστρέφει από καφέ με μια φίλη της έχει πέσει από τα σύννεφα με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο
"Με την Αφρούλα είχαμε βγει. Τι να κάνει κι αυτή, εκεί παλεύει. Μου έλεγε για μια κοπέλα, κόρη της κουμπάρας της, άστα, έχει η κοπέλα πολύ ταλαιπωρηθεί, και δεν είναι και μεγάλη, αλλά ατόνησε η μήτρα της. Εσείς τι περιμένετε για να βάλετε μπροστά για ένα παιδί;"
Έχει βρει καινούριο ενοικιαστή και κρατάει (δήθεν αδιάφορα) την προκαταβολή
"Είναι κι αυτό ένα εισόδημα, βοηθάει να πάρεις μια ανάσα. Αν είχατε παιδί θα σας τα έδινα."
.....
Τώρα, αν μετά από δέκα χρόνια, το ζευγάρι αποφασίσει να κάνει παιδί, ποιος την πείθει τη μάνα ότι δεν είναι εξαιτίας της 'επιχειρηματολογίας' της; Άλλωστε ούτε το ζευγάρι δε μπορεί να είναι σίγουρο...
Κάπου μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, δεν ξέρω τι ώρα είναι, δε μπορώ να αποφασίσω αν πρέπει να ξυπνήσω ή αν μπορώ να αφεθώ. Το έτερον μου ήμισυ αναπνέει λίγο βαριά, ήχος στα όρια του καθησυχαστικού και του ενοχλητικού, αυτό μπορεί να μου κοστίσει τη συνέχεια του ύπνου μου. Τον σκουντάω λίγο, είναι μόλις 6 το πρωί, βολεύομαι καλύτερα, τελικά νυστάζω ακόμα...
Και ξάφνου
- Τοκ-τοκ
- Τοκ-τοκ; Από πού έρχεται τώρα αυτό;
- Είμαι κι εγώ εδώ και είμαι ξύπνιο. Δε φταίω, δεν ξέρω τι ώρα είναι, μπορεί να με παρέσυρε το κάπου μεταξύ του ύπνου σου και του ξύπνιου σου.
- E;
Δεν πήγε το μυαλό μου με την πρώτη, δεν είναι σε εγρήγορση οι σκέψεις στις 6 το πρωί. Μα μετά κατάλαβα. Ήταν εκείνο το πλασματάκι που μεγαλώνει. Έχει δηλαδή γίνει δυνατό τώρα και μπορεί να κάνει αισθητή την παρουσία του; Καλώς το!
Ανακάθησα, έβαλα τα χέρια μου στην κοιλιά μου, και τα δυο, εκείνο χόρευε, ή σάμπως να έπαιζε κουτσό; Έκατσα ακίνητη. Δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Η κοιλιά μου παλλόταν σε μη κανονικούς ρυθμούς. Πρωτόγνωρο!
Τελείως ξύπνια πια, δεν ήθελα να κοιμηθώ, δεν ήθελα να το χάσω, δεν το ήξερα κι ήθελα να το γνωρίσω, ήθελα να το μοιραστώ με τον καλό μου, τον ξύπνησα τρυφερά. Και ήταν μια στιγμή που σου έρχεται να χαμογελάσεις αληθινά πλατιά, που ξεχνάς όλα τα άλλα, είναι τα υπόλοιπα καθόλου σημαντικά; Μήπως αυτή είναι η απόλυτη ευτυχία;

Έχω πρόβλημα, θέμα μεγάλο, σημαντικό! Δεν αναφέρομαι στα ψυχολογικά μου, αυτά άλλωστε (αν υπάρχουν) για τους γύρω μου αποτελούν πρόβλημα, εγώ ιδέα δε μπορώ να έχω. Πρόβλημα μεγάλο σας λέω!
Και σκέφτηκα για μια στιγμή να απευθυνθώ σε ένα κανάλι, να το θέσουν για συζήτηση στα παράθυρα. Τα πρωινά, τα απογευματινά, τα βραδινά... Αλλά δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Καμία! Θα το λύσουν ή θα κάνουν πως το λύνουν; Φοβάμαι μπας και μου δημιουργήσουν κι επιπρόσθετα θέματα και μετά εγώ τι θα γενώ; Άσε που έχουν και τρώγονται τελευταία με κάτι ανέκδοτα παρωχημένα. Μπα, καμία επιστοσύνη δε μπορώ να δείξω...
Θα εναποθέσω τις ελπίδες μου σε εσας. Σάμπως να χειμώνιασε. Νωρίς δεν είναι ακόμα για χειμώνα; Νωρίς δεν είναι για κάλτσες, μπότες, και πανωφόρια; Μεγάλο πρόβλημα...
Και τα έχω ψηλά τα ρημάδια. Τα χειμερινά ντε! Κι ο γιατρός δε με αφήνει να ανέβω σε σκάλα. Είχα σκοπό να το φέρω γλυκά στον καλό μου να κάνει κάπου μέσα στον Νοέμβριο την αβαρία, δεν πρόλαβα να τον προετοιμάσω όμως και μας πρόλαβαν οι καιρικές οι εξελίξεις. Τώρα, τι κανουμε;
Έπειτα, έχω ακόμα δυο προσκλήσεις να διευθετήσω. (Όταν τις
προάλλες γκρίνιαζα εγώ κάτι ήξερα!) Δυο προσκλήσεις και δεν είναι τίποτα απλές. Γάμος κουνιάδου, βάφτιση εξαδέλφης, καταλαβαίνετε. Από τις περιστάσεις που αν τις αναφέρεις στην πωλήτρια θα σε φορτώσει με πούλια και ταφτά και θα σε χρεώσει ένα μισθό να είσαι σίγουρος! Την πούλια μου μέσα, με παχαίνει η ρημάδα!
Είχα σκεφτεί, που λέτε, να το παίξω ανοιξιάτικη. Άλλωστε τα καλά τα ρούχα ..., καταλαβαίνετε. Θα έσκαγα μύτη με το ραντάκι, με την εσάρπα, με ένα μπορελό τέλος πάντων, κι ασορτί πέδιλο. Τα είχα κανονίσει. "Έχει λίγη δροσιά, αλλά εγώ νιώθω φούντωση από τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση", θα έλεγα. Αλλά άμα ο καιρός είναι για γούνα, μπορώ να δικαιολογηθώ;
Και τα είχα πληρώσει δηλαδή! Και τι να κάνω τώρα η γυναίκα; Να πάω καλοκαιρινή ή να πάω γυμνή; Γιατί την πωλήτρια ακόμα κι από τη βιτρίνα φοβάμαι να την δω! Η πούλια δε, μου δημιουργεί ρίγη! Και δεν είναι συγκίνησης. Την κάρτα του καλού μου δεν τολμώ να τη ζητήσω, πλήρωσε τη δόση για την εφορία. Τη δική μου πάλι την έχω για κομοδίνο τόσο που είναι φορτωμένη. Τι να λέμε τώρα;
Ωιμέ, ωιμέ, και τι να κάνω; Ήλιε που σώζεις τα λεφτά... Βέβαια μέχρι να πείσω τον καλό μου να κατεβάσει τα χειμερινά μπορεί να έχω αρπάξει καμιά πούντα. Άρρωστος άνθρωπος να παρευρεθεί σε κοινωνικές εκδηλώσεις; Είναι κι αυτό μια κάποια λύση...
Μπας και παίζει κανένα ρούχο κατάλληλο; Vintage θα το πούμε. Δεκτά midi και maxi φορέματα σε medium. Λόγω της επισημότητας των γεγονότων. Αν και ζουμπάς είμαι, και με mini κάπως θα βολευτώ...
Έτσι κάνουν οι μέρες και περνούν δίχως να το καταλάβω, πότε γκρίνιαξα τελευταία φορά, πότε πρόλαβε κι αράχνιασε ο τόπος εδώ μέσα; Καλά που μου το επισήμανε η Αγγελικούλα και έσπευσα να πάρω ξεσκονόπανο, μην περάσει και το πεθερικό κι έχουμε άλλα! Το φαντάζεστε; Φτου, φτου, φτου, τι ήθελα και το σκέφτηκα αυτό; Τσεμπέρι και κουβάς, γρήγορα σε δράση!
Και τώρα που φάνηκε και πάλι το χρώμα των επίπλων μπορώ με χαρά να τοποθετήσω το βραβείο που μόλις παρέλαβα. Όμως δεν κατάλαβα; Το βραβείο αυτό ποιοι το παίρνουν; Στους τεμπέληδες πάει; Γιατί, βρε παιδια, αν είναι έτσι με έχετε παρεξηγήσει! Απλά έχω χάσει το μυαλό μου αυτόν τον καιρό, κι η απόχη δε βοηθάει πολύ στην κατάσταση. Ή δεν ξέρω να την χειρίζομαι. Τι να πω; Εγώ θα σκέφτομαι πως το βραβείο πάει σε αγαπημένα blogs για να νιώσω κάπως καλύτερα...
Και τώρα που το τοποθέτησα στο ράφι και το βλέπω καλύτερα, μπορώ, με τα φτωχά γερμανικά μου, να πω με σιγουριά πως η αρχική μου υπόθεση υπήρξε βάσιμη. Με συγκινείτε ;-)
Οι κανόνες (για να είμαι συνεπής και να μην μου το πάρουν πίσω το βραβείο) είναι οι εξής:
1) Πρέπει να αναφέρεις και ευχαριστήσεις αυτόν που σου χάρισε το βραβείο.
2) Πρέπει να απαντήσεις στις ερωτήσεις που θα σου δοθούν.
3) Πρέπει να βραβεύσεις άλλα blogs.
4) Πρέπει να ακολουθήσεις τα blogs που βράβευσες.
Τώρα ας περάσουμε στο ενδιαφέρον κομμάτι του βραβείου κι ας μιλήσουμε για εμένα.
- Ποιο είναι το αγαπημένο μου φαγητό;
Καλέ τι ερώτηση είναι αυτήν σε έναν άνθρωπο που τρώει από χόμπυ; Εξαρτάται από το περιβάλλον, τις καιρικές συνθήκες, την παρέα, τη διάθεση, τον τόπο, και τον χρόνο. Χμ...
Συνυπολογίζοντας όλους τους άνω παράγοντες και το γεγονός πως πρέπει να δώσω μόνο μια απάντηση θα καταλήξω στον αξεπέραστο μουσακά. Όχι με παραλλαγές, πατάτες, κολοκύθια και γάλατα διαίτης. Τον αυθεντικό μαμαδίστικο μουσακά, καλή στρώση με γλυκιές μελιτζάνες, μυρωδάτος κυμάς και σπιτική μπεσαμέλ. Αααχ τι έπαθα τώρα; Μαμά!
- Τι δε μου αρέσει στους ανθρώπους;
Πολλά πράγματα, αλλά δεν είναι της παρούσης. Ας προσπαθήσω να συνοψίσω σε μία φράση.
Η αγένεια, η υποκρισία, κι η υπερβολή. Θέλω να ξέρω πως αυτό που βλέπω ή ακούω αυτό ισχύει, να μου λένε μια καλημέρα (κι ας πέσει κάτω), και να μην αρχίζουν να ουρλιάζουν επειδή πέταξε χαμηλά μια πεταλούδα. As simple as it gets...
- Τι μου αρέσει στους ανθρώπους με τους οποίους κάνω παρέα;
Πως αντιμετωπίζουν τη ζωή με χιούμορ. Δε χωράει η γκρίνια, τα συνεχή παράπονα, κι η μεμψιμοιρία στις κουβέντες μας. Χιούμορ κι αυτοσαρκασμός, αυτή είναι συνταγή! Άλλωστε είναι σε όλους μας γνωστό, η μουρμούρα είναι ψάρι και τρώγεται ψητό ;-)
- Τι με ηρεμεί;
Να αγναντέυω τη θάλασσα, να ακούω τον παφλασμό των κυμάτων, να κάνω έναν περίπατο πιασμένοι χέρι-χέρι με τον αγαπημένο μου.
(Πόσο απλός άνθρωπος είμαι τελικά;)
Το γεγονός πως μένω ανάμεσα σε κάτι βουνά ΝΑ, να το κάνω τώρα θέμα ή μετά;
- Τι αγαπώ;
Σε άνθρωπο, σε αντικείμενο, ή σε ιδέα; Ε;
- Τι με νευριάζει;
Η αναμονή, απεριόριστα πολύ!
Η αγένεια, συγγνώμη βρε άνθρωπε με ήξερες κι από εχθές;
Ο ναρκισσισμός, μπορείς να αφήσεις κάποιον άλλο να πει πόσο τέλειος/ευαίσθητος/χαρισματικός είσαι ή θα τα πείς όλα μόνος σου; Οι παντογνώστες, μα να έχεις γνώση και γνώμη για όλα, ακόμα και για το νούμερο καλσόν που φοράω, ε πάει πολύ!
Να συνεχίσω;
- Ποιο αντικείμενο δεν αποχωρίζομαι ποτέ;
Χμ, θα έλεγα το κινητό μου, αλλά είναι υπερβολή το ποτέ. Μάλλον το στυλό μου, όλο και κάτι μου έρχεται να σημειώσω, να βρεθώ με άδεια χέρια;
- Ποιες αφίσες χάζευα συστηματικά όταν ήμουν μικρή;
Όταν ήμουν μικρή; Δε θέλετε να ξέρετε πώς έμοιαζα όταν ήμουν μικρή! Πιο πολλές πιθανότητες υπήρχαν να βρείτε στο δωμάτιό μου κανένα απόκομμα εφημερίδας με τη Μελίνα ή κανένα απόφθεγμα του Άλμπερτ παρά αφίσες με μουσικούς και ηθοποιούς. Ζαβό παιδί από κούνια...
Αν και δεν έχω ακριβή πληροφόρηση για τα κριτήρια της βράβευσης, επιτρέψτε μου, με ολοδική μου οπτική, να παραδώσω αυτό το βραβείο στους πολυαγαπημένους
Τους υπόλοιπους πρόλαβαν και τους βράβευσαν. Εμ τώρα που το θυμήθηκα... Αν πάντως είναι κάποιος και δεν έχει παραλάβει το βραβείο, παρακαλώ πολύ να πάρει ένα, έχω πολλά, τα έβγαλα φωτοτυπία ντε!
Σας φιλώ σταυρωτά (για την υπομονή σας να ασχοληθείτε μαζί μου) και σας καλημερίζω. ;-)
Καλό μήνα να έχουμε!

Τα τζιτζίκια μας άφησαν χρόνους, τελείωσαν τα σύκα, μια μουντήλα έρχεται και φεύγει στον ουρανό, φοράμε μπαλαρίνες (ροζ) κάποια απογεύματα με την έγνοια της ψιχάλας, αρχίζουν σιγά-σιγά να τσακώνονται στις ενημερωτικές εκπομπές από παράθυρα, ετοιμάζεται η έκθεση στη συμπρωτεύουσα, όλα υποδηλώνουν (όσο και να μη θέλουμε να το παραδεχτούμε) πως το καλοκαίρι φτάνει πια στο τέλος του. Φθινόπωρο λοιπόν...
Όλες οι μεταβάσεις από εποχή σε εποχή μου αρέσουν, μόνο αυτή μου τη δίνει στα νεύρα! Γιατί με τραβάνε από την ξαπλώστρα μου κι εγώ έχω γατζωθεί απάνου της σαν χταπόδι, γιατί η μέρα μικραίνει, γιατί πρέπει να αρχίσω να κουβαλάω ζακέτα μπας και, γιατί είναι καιρός για δίαιτα. Μα είναι ποτέ δυνατόν;
Για λίγο γίνομαι στριμμένη, γρήγορα μου περνάει και βλέπω πιο θετικά την όλη αλλαγή. Μη με ρωτάτε ποια είναι τα θετικά, τώρα δεν είμαι σε φάση!
Και τέλος πάντων, εκεί που προσπαθώ να συνέλθω και να επανέλθω σε εκείνα τα καθημερινά, εκεί που προσπαθώ να ψαρέψω το μυαλό μου (καλά, αυτό αράζει ακόμα σε κάποιο μώλο!) και να το βάλω στο κεφάλι μου, να θυμηθώ ποια ήταν η δουλειά μου, να κλείσω με το ζόρι τα ποδαράκια μου στις μικρές τους ροζ φυλακές, έρχονται από γύρω-γύρω και μου τα κάνουν μπάχαλο!
Μα είναι δυνατόν να παίρνω ακόμα προσκλήσεις για κοινωνικά γεγονότα; Τώρα που είναι φθινόπωρο και κάνω την προσπαθειά μου τι με ξεσηκώνεις κυρία μου με χαρές και πανυγήρια; Θέλεις να μου μπει στο μυαλό η ιδέα του 3/ήμερου και να έχουμε άλλα; Ξέρεις τι πρόβλημα θα είναι αυτό μετά; Δε μπορείς εσύ κάθε Σαββατοκύριακο να με κάνεις να ετοιμάζω βαλιτσάκι και να με κουβαλάς χιλιόμετρα και μετά να αναρωτιόμαστε γιατί δε μπορώ να συνέλθω! Έχω και προϊστάμενο να λογοδοτώ!
Τέλος, θα ξηλώσω το όνομα μου από το γραμματοκιβώτιο! Να ζήσετε και να σας ζήσει, μα η κυρία μετακόμισε για αλλού!
*[Αυτή η ιστορία κέρδισε το 3ο βραβείο στο 12ο παιχνίδι "Παίζοντας με τις λέξεις".
Το παιχνίδι μας προέτρεπε να φτιάξουμε μια ιστορία (μέχρι 500 λέξεις) που να περιέχει τις λέξεις μπαλαρίνα, πλήκτρο, κάγκελο, τοίχος και αυτοκτονία. Οι ψήφοι σας και τα καλά σας λόγια ήταν μεγάλη τιμή και μεγάλη χαρά για εμένα!
Σας ευχαριστώ θερμά!]
Έγκυος; Έγκυος! Τι έγκυος; Είμαι έγκυος!
Να χαρώ; Να βάλω τα κλάματα; Να φοβηθώ ίσως, μήπως;
Μα τι αρμόζει σε τέτοιες περιπτώσεις δηλαδή;
«Να χαρείς, γιατί να μη χαρείς, 35 χρονών μοσχάρα έφτασες, πόσες βόλτες θα κάνεις ακόμα;», μου τα κοπανάει ο άλλος μου εαυτός. Αυτός ο αγγελικός.
Άραγε να πάω στο γιατρό; Μήπως είναι νωρίς; Μήπως είναι αργά; Αλλά καλύτερα νωρίς παρά αργά.
Παραληρώ και πατάω αργά-αργά ένα-ένα τα
πλήκτρα του τηλεφώνου. Λες και περιμένω από κάθε πλήκτρο και μιαν απάντηση στις χαοτικές μου σκέψεις. Μα τι λέω; Εδώ εγώ, με όλη τη σοφία που με διακρίνει (διδακτορικά, προϋπηρεσίες και δε συμμαζεύεται, να περιαυτολογήσω δε θέλω άλλο), και δε μπορώ να τις ξεμπλέξω τις σκέψεις, κουβάρι σαν τα σγουρά μου τα μαλλιά, τα πλήκτρα θα τη σώσουν την κατάσταση;
Απαντάει, κλείνω ραντεβού.
Κοιτάω έναν άδειο
τοίχο και σκέφτομαι…
Πάει η μεσούλα μου, σκέφτομαι!
«Σιγά την
μπαλαρίνα!», ανταπαντάει ο εαυτός μου.
Μην κρατήσει τη γλώσσα του μια φορά!
«Τι να σου πω μωρέ με τις ανοησίες που ακούω, μέση δαχτυλίδι και πράσινα άλογα! Κυρά μου αν ήθελες να φοράς στρετς εσύ να έβαζες στρετς και στον άλλο, ξέρεις πού, που τα αφήνετε όλα ελεύθερα (τα πουλιά τα παραπούλια) και μετά την πληρώνω εγώ με τις ανασφάλειες σας», τα είπε και ξαλάφρωσε ο εαυτός.
Αυτό βέβαια μου θύμισε να τρέξω στην ντουλάπα.
Παντελόνια στενά, φούστες πένσιλ, LBD, γόβες, τακούνια. «Ε ρε της επένδυσης μου το
κάγκελο!», σκέφτομαι φωναχτά. Τι κάνουμε τώρα; Τι άλλο; Τα φοράμε, όλα μαζί αν χρειαστεί, όσο ακόμα προλαβαίνουμε!
…
Στο ιατρείο περιμένω σε ένα σαλονάκι μουσταρδί τρε πασέ. Μα μουσταρδί;
Μου είπε να πάω γύρω στις 9. Το βράδυ!
Ειδικά για την περίσταση έβαλα φούστα πένσιλ εμπριμέ, ένα ύφασμα, να σου κάνει έναν γοφό, την είχα συνδυάσει με μονόχρωμη μπλούζα σε χυτή γραμμή, τι να σας τα λέω τώρα!
Ο ιατρός έφτασε μετά τις 10:30. Το βράδυ ντε!
Είδε όλες τις κυρίες που περίμεναν πριν από εμένα και γύρω στη 1, εκεί που η πένσιλ είχε γίνει γομολάστιχα και μου είχε ανέβει ως το σαγόνι από το κουτουλίδι που είχα ρίξει στον μουσταρδί τον καναπέ, με φώναξε.
Με εξέτασε. «Είστε ολίγων έγκυος», μου λέει.
- Τι ολίγον;
- Ημερών.
- Αααα. («Στα μούτρα σου!», πετάγεται ο εαυτός.)
Μετά με κοίταξε με ένα χαμόγελο σαν κακιασμένος προϊστάμενος, σήκωσε το λάβαρο της επαναστάσεως και ξεκίνησε (χαιρέκακα νομίζω).
«Όχι στο αλάτι, στη ζάχαρη, στις σάλτσες, στα καυτερά, στα τηγανητά, στο αλκοόλ, στο τσιγάρο, στην επαφή, στα στενά, στην ορθοστασία, στο καθισιό, στα ταξίδια, στα μαντολίνα, στις απλωτές, στις μπηχτές, …», έλεγε.
Τα είχα χάσει!
Μα και στα στενά; Μόλις είχα κάνει τα σχέδιά μου για τα στενά!
Κι όταν λέει τα ταξίδια εννοεί κι εκείνα τα 2-3 που έχω προγραμματίσει για Χανιά, Λιθουανία, Αυστρία κι Ελβετία για τους επόμενους 5 μήνες; Κυρίως επαγγελματικά ήτανε…
Και τις επαφές; Ποιες επαφές; Τρίτου τύπου; Για 9 μήνες; Έρχεται στο μυαλό μου η σκηνή με τον Κωνσταντάρα και το χλιμίντρισμα. Χαμογελάω…
…
Κάτι δωδεκάποντες Manolo Blahnik που είχα πάντως προέβησαν ήδη σε
αυτοκτονία.